Με είδες, δε σε είδα, δε με είδες, σε είδα τι στο καιρό, μπανιστήρι δίχως λόγω και σκοπό κι εγώ δε γουστάρω να παίζω, ούτε να μένω μισός κάτι που ποτέ σου δε κατάλαβες ούτε είχες την υπομονή να περιμένεις ούτε καν με αξιοπρέπεια, να αποστασιοποιηθείς. Μόνο μπουρλότα ήξερες να βάζεις σ' ένα πόλεμο που δεν υπήρξε ποτέ και τώρα λες δε καταλαβαίνεις πότε, πώς και γιατί πως όλα πλέον έχουν χαθεί παρά μόνο ακόμα σ' ενοχλεί, η κατάντια του να παρακολουθείς, κρυμμένη πίσω από τη κλειδαρότρυπα που σε σώζει από το μπαλαούρο που έχτισε η έπαρσή σου, προκειμένου να θάψεις τα αποκαΐδια που άφησαν πίσω τους τόσα χρόνια λανθάνουσας ιδιοτροπίας που φύτεψαν μέσα σου τα παιδικά σου χρόνια και όλα τα αρρωστημένα πρότυπα και εκείνα τα κοινότυπα πιστεύω σου, εμπόδια ικανά να αποτρέψουν, ναι!, να μετατρέψουν το σκουλήκι την πεταλούδα που άξιζες να γίνεις, όχι γιατί χρειάστηκε ποτέ να αισθανθείς ωραία αλλά γιατί, το πεπρωμένο σου ήταν να πετάς κι εσύ επέλεξες