Μακρινάρι (Μάνητας μαινόμενος πανικός αγανάκτησης)

Με είδες, δε σε είδα,
δε με είδες, σε είδα
τι στο καιρό,
μπανιστήρι δίχως λόγω και σκοπό
κι εγώ δε γουστάρω
να παίζω, ούτε να μένω μισός
κάτι που ποτέ σου δε κατάλαβες
ούτε είχες την υπομονή να περιμένεις
ούτε καν με αξιοπρέπεια,
να αποστασιοποιηθείς.

Μόνο μπουρλότα ήξερες να βάζεις
σ' ένα πόλεμο που δεν υπήρξε ποτέ
και τώρα λες δε καταλαβαίνεις
πότε, πώς και γιατί
πως όλα πλέον έχουν χαθεί
παρά μόνο ακόμα σ' ενοχλεί,
η κατάντια του να παρακολουθείς,
κρυμμένη πίσω
από τη κλειδαρότρυπα
που σε σώζει
από το μπαλαούρο που έχτισε
η έπαρσή σου,
προκειμένου να θάψεις
τα αποκαΐδια που άφησαν πίσω τους
τόσα χρόνια λανθάνουσας
ιδιοτροπίας που φύτεψαν μέσα σου
τα παιδικά σου χρόνια
και όλα τα αρρωστημένα πρότυπα
και εκείνα τα κοινότυπα
πιστεύω σου,
εμπόδια ικανά να αποτρέψουν,
ναι!,
να μετατρέψουν το σκουλήκι
την πεταλούδα
που άξιζες να γίνεις,
όχι γιατί χρειάστηκε ποτέ
να αισθανθείς ωραία
αλλά γιατί,
το πεπρωμένο σου ήταν να πετάς
κι εσύ επέλεξες συνειδητά
στο χώμα να σέρνεσαι
για πάντα.

Λυπάμαι για σένα,
και άλλα πολλά,
λυπάμαι ακόμα και για μένα,
μα πάνω απ' όλα
πονώ γιατί,
τίποτα δε πόθησα πιότερο
από το να έρθει,
εκείνη η μέρα
που χωρίς αναστεναγμό
θα είχα την τύχη
τη πίστη να ακουμπήσω
και πάνω σου να γύρω
τον τελευταίο μου καημό
και στην αγκαλιά σου
να αφήσω
της καρδιά μου
τον τελευταίο της παλμό.

Όμως άλλαξαν τα πράγματα
έγινε φρίκη και πόλεμος
που ξύπνησαν μαθήματα
απ' τα παλιά,
μια τέχνη
που αν την μάθεις παιδί
την εφαρμόζεις καλύτερα μεγάλος
και κατά πως φαίνεται
πριν αφήσω
το τελευταίο μου χτυποκάρδι
θα προηγηθούν άλλοι
που το δίχως άλλο
δε θα έχει έρθει
η δική τους σειρά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κεφάλαιο 1: Η νεράιδα του μαγεμένου δάσους. (Δοκιμή για παραμύθι)

Μου λείπουν τα χείλη σου (Η μποκαμβίλια)

Στεναχώρια