Κεφάλαιο 5: Η Μάγισσα και το τέλος

Τους ξύπνησαν τα ποδοβολητά των ζώων που έτρεχαν από το βουνό με κατεύθυνση το κέντρο του δάσους. Ο πρίγκιπας παρατηρούσε το φαινόμενο με απορία όταν ένα ελάφι στάθηκε μπροστά του και του μίλησε.

"Εσύ είσαι ο θλιμμένος πρίγκιπας ο άρχοντας του τόπου;"
"Ναι."
"Πρίγκιπα μου βοήθησε τα πλάσματα του Δάσους. Εκεί στο βουνό πάνω από το δάσος, ένα πλάσμα σκοτεινό γεμάτο μίσος και κακία εξαπέλυσε ένα ξόρκι φοβερό!" είπε το ελάφι με μάτια γουρλωμένα από ένταση και αγωνία.
"Δηλαδή;"
"Όλη μέρα ουρλιάζει και οδύρεται και όπου ταξιδεύουν οι κραυγές της η φύση μαραίνεται και το μυαλό των ζωντανών τρελαίνεται. Μόνο τη νύχτα σιωπά!"
"Ε ας πάτε πιο μακρυά, δε γίνεται;"
"Άρχοντα μου το ξόρκι που εξαπέλυσε κάνει τα μαύρα αυτά τα ουρλιαχτά να ταξιδεύουν πιο μακριά και κάθε μέρα που περνάει το ξόρκι δυναμώνει και οι φωνές απλώνονται πιο πέρα. Η βόρεια πλευρά του δάσους έχει κιόλας μαραθεί. Υπέκυψε στο σκοτάδι. Αν αυτό συνεχιστεί σε λίγο όλο το δάσος θα χαθεί."

Ο πρίγκιπας γύρισε και κοίταξε τον αρχηγό της φρουράς.

"Μάλλον πρέπει να είναι η μάγισσα που αναζητούμε" του είπε. "Πες στους άντρες να ετοιμαστούν."
"Άρχοντα μου" είπε το ελάφι. "Κανείς ζωντανός δε μπορεί να αντέξει τις κραυγές. Όμως πέρα από τη λίμνη δυτικά ζούνε οι νύμφες. Είναι πλάσματα πολύξερα και παινεμένες υφάντρες. Λένε πως έχουνε υφάνει μια κουκούλα μαγική που κρύβει κάθε ήχο από τα αφτιά εκείνου που τη φοράει. Μόνο βιάσου γιατί αύριο το ξόρκι θα δυναμώσει και σιγά-σιγά το δάσος θα τελειώσει."

Η ομάδα καβαλίκευσε και ξεκινήσανε δυτικά προς την κατεύθυνση που είχε υποδείξει το ελάφι. Αφού καλπάζανε για καμιά ώρα άκουσαν φωνές πίσω από κάτι θάμνους σε ένα ξέφωτο.

"Κάτσε ακίνητος για μια στιγμή να τελειώσω!"
"Εύκολο να το λες εσύ που είσαι στο σβέρκο μου"
"Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο! Μια κουκούλα έμεινε γκρινιάρη!"
"Δε θα γκρίνιαζα αν δεν ήσουν χοντρός!"
"Δεν είμαι χοντρός! Εσύ είσαι γκρινιάρης."

Το θέαμα ήταν σχεδόν αστείο. Δύο νάνοι, ο ένας στην πλάτη του άλλου προσπαθούσαν να κρεμάσουν μια κουκούλα αλυκή σε ένα μπουγαδόσκοινο πιασμένο από τα κλαδιά δύο κοντινών δέντρων. 

"Μπορώ να βοηθήσω" είπε ο πρίγκιπας και πλησιάζοντας με το άλογό του έπιασε την κουκούλα και την απίθωσε πάνω στο σκοινί.

"Ορίστε, ρεζίλι μας έκανες με τις γκρίνιες σου" είπε ο από πάνω.
"Δε κατεβαίνεις καλύτερα χοντρέ!"
"Δεν είμαι χοντρός!" είπε ο νάνος πηδώντας από την πλάτη του συντρόφου του. "Λίγο εύσωμος είμαι. Λείψανο!"

"Επ! Μην αρχίζετε πάλι!" είπε ο πρίγκιπας με επιτακτικό ύφος. "Ποιοι είστε εσείς;"
"Εγώ είμαι ο Κοντούλης" 
"Κι εγώ ο Τοσοδούλης" και με μια φωνή "Ήμαστε οι υπηρέτες των νυμφών!"
"Και γιατί απλώνετε αυτές τις κουκούλες; Αφού είναι στεγνές!"
"Α αυτές είναι κουκούλες μαγικές. Οι κουκούλες τις κώφωσης αφού όσο τις φορά κανείς γίνεται κουφός. Όμως για να ολοκληρωθούν τα μάγια τους, αφού τις υφάνουν οι νύμφες πρέπει να απλωθούν ανάμεσα σε δέντρα του μαγεμένου δάσους."
"Περίεργο έτσι;" είπε ο Κοντούλης.
"Ναι. Είσαι σίγουρος ότι χρειάζεται;" τον ρώτησε ο Τοσοδούλης.
"Μα ναι αυτό δε σου είπαν οι νύμφες;"
"Όχι, εσύ μου το είπες"
"Ψέματα λες!"
"Δε μου λέτε, έτσι το πάτε όλη μέρα;" ρώτησε ο πρίγκιπας.
"Είναι ο αδερφός μου που είναι γκρινιάρης."
"Κι εσύ είσαι χοντρός!"
"Δεν είμαι χοντρός!"
"Μπορώ να δοκιμάσω μία;" είπε ο πρίγκιπας.
"Βέβαια" είπε ο χοντρούλης. "Και δεν είμαι χοντρός" είπε στον αδερφό του.
"Μα δεν είπα τίποτα!"
"Το σκέφτηκες όμως" και η γκρίνια συνεχιζόταν μέχρι που ο πρίγκιπας έβαλες την κουκούλα στο κεφάλι του. Ξάφνου, απόλυτη σιωπή. Η νάνοι συνέχιζαν τη γκρίνια τους μπροστά του αλλά εκείνος δεν άκουγε τίποτα. Ήταν σχεδόν τρομακτικό αφού η σιωπή ήταν τόσο έντονη σαν να μην είχε καν αφτιά.
"Τέλεια" είπε χωρίς να ακούσει τι λέει.
"Μπορούμε να δανειστούμε μερικές οι άντρες μου και εγώ;" είπε βγάζοντας την κουκούλα.
"Βέβαια αλλά τι θα τις κάνετε;"
"Είδες, τώρα είσαι και αδιάκριτος!"
"Μπορείς να μη σχολιάζεις τα πάντα;"
"Μμμμχ!"
"Μούγκριζε όσο θέλεις!"

Ο πρίγκιπας έκανε νόημα στους άντρες του να πάρουν από μία κουκούλα για τον εαυτό τους και μία για το άλογό τους. Τις περάσανε στους ώμους τους και ξεκίνησαν για το βουνό αφήνοντας τους νάνους πίσω τους να μαλώνουν για τα πάντα.

Μετά από δύο ώρες καλπασμό προς το βουνό το δάσος στους πρόποδες είχε τελείως αλλάξει. Τα δέντρα ξερά και η γη λασπερή καλυπτόταν από παχιά άχνη. Ξαφνικά ένα φρικτό ουρλιαχτό ξέσπασε βίαια μέσα στην σιωπή του νεκρωμένου τοπίου. Τα άλογα αντάριασαν και σηκώθηκαν στα πίσω πόδια. Λίγο ακόμα θα έριχναν τους αναβάτες τους που είχαν αφήσει τα γκέμια προσπαθώντας μάταια να καλύψουν τα αφτιά τους με τα χέρια τους.

"Γρήγορα! Τις κουκούλες!" διέταξε ο πρίγκιπας. 

Άνθρωποι και ζωντανά συνήλθαν αμέσως μόλις φόρεσαν τις κουκούλες.

Ξεκίνησαν να ανεβαίνουν το βουνό μέχρι εκεί που μπορούσαν να σκαρφαλώσουν τα άλογα.

Ξεπέζεψαν, έδεσαν τα άλογα και τα άφησαν κουκουλωμένα. Ξεκίνησαν πεζοί. Κόντευε να νυχτώσει όταν ο φρούραρχος του έγνεψε δείχνοντας με το χέρι του τη σπηλιά που κρεμόταν δίπλα σε μια απόκρημνη χαράδρα. Ξαφνικά από τα μέσα της ένα σμήνος νυχτερίδες ξεχύθηκε και απλώθηκε στον ουρανό και καθώς το σκοτάδι άπλωνε το πέπλο του ένα φως φάνηκε να τρεμοπαίζει αχνά στην είσοδο της σπηλιάς. Ο πρίγκιπας έβγαλε διστακτικά την κουκούλα του. Τα ουρλιαχτά είχαν σταματήσει με τη νύχτα όπως του είχε πει το ελάφι.

"Θα πλησιάσουμε όλοι μαζί αλλά μόνο εγώ θα μπω μέσα."
"Μα άρχοντά μου..."
"Αν χρειαστώ θα σας φωνάξω."
Ξεθηκάρωσε και έβαλε και την κουκούλα για καλό και κακό. Προχώρησε προσεκτικά προς την είσοδο της σπηλιάς.

Η σπηλιά είχε μια στενή είσοδο που χωρούσε μόνο ένας άνδρας να περάσει. Δεξιά και αριστερά οι κοιλότητες στα τοιχώματα αλλά και το έδαφος στις άκρες ήταν γεμάτο στοιβαγμένα οστά. Στο βάθος του διαδρόμου φαινόταν ένα άνοιγμα από όπου ξεχυνόταν φως φωτιάς.

Το θέαμα που αντίκρισε ο πρίγκιπας καθώς πέρασε την πόρτα ήταν συγκλονιστικό. Ήταν μια μεγάλη στρογγυλή σάλα. Περικλειόταν από πύρινους τοίχους κυριολεκτικά που φώτιζαν έντονα και δημιουργούσαν μια ανυπόφορη ζέστη. Στο δάπεδο στο κέντρο του δωματίου μια μεγάλη πεντάλφα θαρρείς φτιαγμένη από θειάφι και φώσφορο σκορπούσε το δικό τις απόκοσμο φως. Ακριβώς στο κέντρο της στεκόταν εκείνη, φορούσε ένα κουρελιασμένο φόρεμα σαν σακί, με την πλάτη της γυρισμένη προς τον πρίγκιπα. Δεν ήταν, δεν έμοιαζε με άνθρωπο πια. Το δέρμα τις ένα λερωμένο μουντό σχεδόν γαλάζιο χρώμα γεμάτο παραμορφώσεις και φολίδες και τα μαλλιά της βρώμικα και μπλεγμένα. Ξάφνου άπλωσε το δεξί τις χέρι και η κουκούλα του πρίγκιπα πετάχτηκε από το κεφάλι της. Ο πρίγκιπας σήκωσε το βαρύ σπαθί του σε στάση άμυνας.

"Ήρθες να με σκοτώσεις;"
"Όχι, αλλά αν χρειαστεί θα το κάνω."
"Γιατί;"
"Γιατί τα ουρλιαχτά σου νεκρώνουν το Μαγεμένο Δάσος και αυτό δε μπορώ να το επιτρέψω."
"Και ποιος είσαι εσύ που αποφασίζεις."
"Είμαι ο απόστολος των δυστυχισμένων πλασμάτων που ζούνε στο δάσος που καταστρέφεις."

Η μάγισσα γύρισε απότομα και τον κοίταξε μέσα στα μάτια θαρρείς και προσπαθούσε να διεισδύσει στο μυαλό του.

"Εσύ!"

Ο πρίγκιπας έμεινε ατάραχος διατηρώντας την αμυντική του στάση ωστόσο. Κάτι οικείο υπήρχε στο παραμορφωμένο πρόσωπό της όμως δε μπορούσε να σκεφτεί τι.

"Ουρλιάζω γιατί μεταμορφώνομαι και η αλλαγή έχει φρικτό πόνο."
"Γιατί μεταμορφώνεσαι;"
"Η μοναξιά μου το κάνει και η εξορία. Έμεινα μακριά από το δάσος περισσότερο από όσο μου επιτρέπει η φύση μου."
"Γιατί;"
"Ήθελα να μάθω, να γνωρίσω τον κόσμο. Όμως ξέχασα αυτά που ήξερα και έμαθα ότι δε γνώρισα αρκετά."
"Δηλαδή αν γυρίσεις πάλι στο δάσος θα γίνεις καλά;"
"Όχι. Είναι πλέον πολύ αργά. Μόνο δύο δρόμοι υπάρχουν για μένα. Η μεταμόρφωση και ο θάνατος." και καθώς τα είπε αυτά τον πλησίασε.

Εκείνος έτεινε το σπαθί του από ένστικτο.

"Μη φοβάσαι. Δε θα σου κάνω κακό. Δε μπορώ." Έπιασε την άκρη της λάμας και την κράτησε στο στήθος της.

"Δηλαδή θα συνεχίσεις να ουρλιάζεις;"
"Τι άλλο μπορώ να κάνω. Δε μπορώ να το ελέγξω."
"Αυτό όμως δε μπορώ να το επιτρέψω. Το βασίλειο δυστυχεί και το μαγεμένο δάσος και τα πλάσματα που το κατοικούν υποφέρουν. Κάποτε λες, ήσουν κι εσύ ένα από αυτά. Πρέπει να καταλάβεις."
"Καταλαβαίνω."
"Δε μπορούμε να βρούμε μια λύση; Θα σε βοηθήσω και εγώ. Μόνο πες μου πως;"

(Σε αυτό το σημείο υπάρχουν δύο λύσεις ή και περισσότερες. Ορίστε η πρώτη για ενήλικες.)

"Θα πρέπει να πεθάνω και εσύ αφού προσφέρθηκες θα με βοηθήσεις." και πριν προλάβει ο πρίγκιπας να αντιδράσει η μάγισσα καρφώθηκε με φόρα στο σπαθί του ώσπου έφτασε στην αγκαλιά του.

Την κράτησε σφιχτά επάνω του καθώς το βλέμμα της άρχισε να σβήνει. 

Ξαφνικά οι πύρινοι τοίχοι έσβησαν απότομα και μια δροσιά πλημμύρισε τη σάλα ενώ το έντονο φως έδωσε τη θέση του σε μία ευγενική λάμψη. Την κοίταξε. Όχι, όχι, δε μπορεί. Δεν ήταν δυνατόν αυτό να του συμβαίνει. Στην αγκαλιά του ήταν η νεράιδα. Εκείνο το κορίτσι που που είχε ερωτευτεί στην λίμνη πριν τόσα χρόνια.

"Σε αγαπούσα πάντα. Ακόμα σ' αγαπώ. Συγχώρεσε με" του είπε και άφησε την τελευταία της πνοή στην αγκαλιά του.

Ένοιωσε τα πόδια του να λυγάνε, κατέρρευσε και έπεσε στα γόνατα κρατώντας την πάντα σφιχτά αγκαλιά. Ένα κλάμα δυνατό ξέσπασε ανεξέλεγκτα μέσα από τα στήθια του σαν θαρρείς και όλοι του οι καημοί από όλα τα χρόνια να ξεχύθηκαν μονομιάς.

Οι άντρες του που ακούσαν την κραυγή του έτρεξαν μονομιάς μέσα στη σπηλιά.

Εκείνος στο κέντρο γονατισμένος με τη νεράιδα αγκαλιά να κλαίει με λυγμούς. Ο φρούραρχος τον αντίκρισε, γονάτισε και όλοι οι άντρες γονάτισαν γύρω του σε ένα κύκλο.

"Αυτός είναι ο βασιλιάς μας" είπε και έσκυψε το κεφάλι προσκυνώντας την υπέρτατη θυσία του ηγεμόνα του.

(Λύση δεύτερη για παιδιά...)

"Θα πρέπει να με παντρευτείς και η κατάρα θα λυθεί"

Ο πρίγκιπας έμεινε σαστισμένος. Δεν θα είχε καμία αντίρρηση να ταξιδέψει να βρει φάρμακα, να πολεμήσει για να βοηθήσει το κακόμοιρο πλάσμα, αλλά να παντρευτεί ξανά χωρίς τη θέληση του του ήρθε πολύ ξαφνικό.

"Δεν είπες πως θέλεις να βοηθήσεις; Η θα με παντρευτείς ή διαφορετικά..."
"Διαφορετικά;"

Κράτησε σταθερά το σπαθί του στο στήθος της και έριξε το βάρος της προς τα πάνω του.

"Θα πρέπει να με σκοτώσεις."

Ο πρίγκιπας τράβηξε το σπαθί του και το θηκάρωσε.

"Αν σε παντρευτώ η κατάρα θα τελειώσει και η ηρεμία θα αποκατασταθεί στο μαγεμένο δάσος;"
"Ναι"
"Εντάξει. Τι πρέπει να κάνω;"
"Απλά να με αγκαλιάσεις και να με φιλήσεις." Είδε την αποστροφή στο βλέμμα του.
"Καταλαβαίνω, είναι δύσκολο. Μπορείς να κλείσεις τα μάτια σου και να σκεφτείς κάποια άλλη. Δεν αγάπησες ποτέ σου;"
"Ναι. Αγάπησα μια νεράιδα."
"Αγκάλιασε με και φέρε εκείνη στο μυαλό σου την ώρα που θα με φιλάς. Έχε μου εμπιστοσύνη."

Την πλησίασε, έκλεισε τα μάτια του και έφερε στο μυαλό του την εικόνα της νεράιδας που ήταν ανεξίτηλα γραμμένη στη μνήμη του όλα αυτά τα χρόνια. Το φιλί της ήταν απαλό, τρυφερό και γλυκό τόσο που ανταποκρίθηκε και εκείνος σχεδόν ταξιδεύοντας πίσω σε εκείνο το μοναδικό φιλί της νιότης του.

Όταν άνοιξε τα μάτια, οι πύρινοι τοίχοι είχαν εξαφανιστεί, η πεντάλφα είχε χαθεί και στην αγκαλιά του βρισκόταν η νεράιδα του.

"Εσύ;"
"Σ' ευχαριστώ που δε με ξέχασες" του είπε με χαμόγελο.

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μου λείπουν τα χείλη σου (Η μποκαμβίλια)

Devil Woman Blues

Querying Falling