Κεφάλαιο 3: Τα χρόνια του πολέμου (Δοκιμή)

Ο πρίγκιπας ανταποκρινόμενος στις υποχρεώσεις του φέουδου του προχώρησε σε αρραβώνα με την πριγκίπισσα του διπλανού βασιλείου όπως του είχε υποδείξει ο πατέρας του. Κάποτε θα γινόταν κυρίαρχος ενός μεγάλου βασιλείου αλλά αυτό δε θα γινόταν σύντομα αφού και οι δύο άρχοντες ήταν νέοι και υγιείς. Και παρόλο που η ενδυνάμωση της συμμαχίας υποσχόταν ειρήνη και ευμάρεια τα κακά μαντάτα από τα βόρια σύνορα του βασιλείου της γυναίκας του δεν άργησαν να ακουστούν. 

Από ένα βόρειο σκοτεινό βασίλειο ομάδες ανιχνευτών άρχισαν να επιτίθενται σε χωριά των συνόρων. Οι συνοριακές φρουρές είχαν συλλάβει κάποιους από αυτούς τους ανιχνευτές και οι ελάχιστες πληροφορίες που κατάφεραν να αποσπάσουν δεν ήταν καθόλου ευοίωνες. Ήταν πλέον προφανές ότι το σκοτεινό βασίλειο του βορά έστελνε τους κατασκόπους του να συλλέξουν πληροφορίες προτού το στράτευμα τους εκδηλώσει επίθεση. Οι πληροφορίες που έρχονταν από τις βόρειες επαρχίες μιλούσαν για ένα μεγάλο στράτευμα το οποίο είχε ξεκινήσει την κάθοδό του από το σκοτεινό βασίλειο αφήνοντας όλεθρο και θάνατο πίσω του όπου περνούσε. Το στράτευμα αυτό το διοικούσε ο ίδιος ο Σκοτεινός Πρίγκιπας γιος του Τύρρανου του Σκοτεινού ενός σατανικού μάγου που βασίλευε στο βορά. Ο Σκοτεινός Πρίγκιπα, προϊόν ανίερης σχέσης του Τύρρανου με τις μάγισσες του φαλακρού βουνού, λεγόταν ότι ήταν μισός άνθρωπος μισός δράκος και ότι ο πατέρας του τον είχε μυήσει στα άδυτα της μαύρης μαγείας.

Το συμβούλιο των σοφών συνκλίθηκε και αποφάσισε να συγκεντρωθεί το στράτευμα και να κινήσει προς τα βόρεια σύνορα κάτω από τις διαταγές του διαδόχου πρίγκιπα. Ο θλιμμένος πρίγκιπας άκουσε σχεδόν με ανακούφιση τα νέα θεωρώντας ότι αυτή η τόσο επικίνδυνη περιπέτεια ίσως ήταν μοναδική ευκαιρία για να τον αποσπάσει από τη μιζέρια και τη θλίψη της μοναξιάς του. Ο πατέρας του ωστόσο δεν ήταν πολύ ευχαριστημένος με την απόφαση, αφού ο πρίγκιπας δεν είχε ακόμα αποκτήσει διαδόχους. Όμως ο νόμος ήταν νόμος και σύντομα το στράτευμα ξεκίνησε τη πορεία του προς τα σύνορα. Όταν οι ιππότες πλησίαζαν στα σύνορα ενημερώθηκαν ότι ο Σκοτεινός είχε κιόλας εισβάλλει ερημώνοντας τη χώρα. Ο πρίγκιπας έστειλε απεσταλμένους να ζητήσουν απ' τον Σκοτεινό να αποχωρήσει από τη χώρα με αντάλλαγμα να μην υπάρξουν αντίποινα για τις καταστροφές που είχε ήδη προκαλέσει. Μάταια όμως. Οι απεσταλμένοι δεν επέστρεψαν ποτέ και οι επιθέσεις συνεχίστηκαν.

Ο πόλεμος κράτησε είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια βίας, πένθους και καταστροφής. Στα χρόνια αυτά ο πρίγκιπας αναγνωρίστηκε ως ηρωικός στρατηλάτης που παρά την ανισότητα των αντίπαλων δυνάμεων κατάφερε να συντρίψει το στρατό του Σκοτεινού και να ελευθερώσει τις επαρχίες του κερδίζοντας το σεβασμό του στρατού και την αγάπη του κόσμου. Έτσι κατά την επιστροφή του, διορίστηκε ήπατος ηγεμόνας των δύο βασιλείων που στις μέρες του γνώρισαν ευμάρεια και χαρά. Εξαιτίας όμως των δινών που είχαν προκαλέσει τα μάγια και τα ξόρκια του Σκοτεινού η μαύρη μαγεία απαγορεύτηκε από άκρη σε άκρη του βασιλείου και η ποινή για όποιον την ασκούσε ήταν θάνατος ή εξορία. Οι δύο βασιλιάδες παραχώρησαν όλες αρμοδιότητές τους στον πρίγκιπα και διορίστηκαν να προεδρεύουν, με τη σοφία της ηλικίας τους, το συμβούλιο των σοφών.

Σύντομα ο πρίγκιπας απέκτησε δύο δίδυμες κόρες, όμως στη γέννα η μητέρα τους δεν τα κατάφερε και απεβίωσε. Ο πατέρας του που ήταν δυσαρεστημένος που δεν είχε ακόμα γεννηθεί διάδοχος προέτρεπε, από τις μέρες του πένθους ακόμα, τον πρίγκιπα να αρχίσει να σκέφτεται νέο γάμο. Του πρότεινε μάλιστα και νύφες από γειτονικά βασίλεια κατά το συνήθειο της εποχής. Όμως ο πρίγκιπας, που ακόμα δεν είχε ξεπεράσει τη θλίψη του απ' των προηγούμενο γάμο δεν ήθελε καν να σκεφτεί αυτές τις προτάσεις. Περνούσε τις ημέρες του διαβάζοντας βιβλία και παίζοντας με τις κόρες του στην αυλή. Είχε διορίσει ικανούς και δοκιμασμένους ανθρώπους για την καθημερινή διακυβέρνηση του βασιλείου και ο ίδιος συμμετείχε μόνο όταν προέκυπταν σοβαρά θέματα. Έτσι συχνά έπαιρνε τη φρουρά του για κυνήγι που ήταν πάντα η αγαπημένη του ενασχόληση αν και σπάνια ο ίδιος ασχολούνταν με θηράματα. Εκείνο που έκανε πάντα στα κυνήγια του, ήταν να ξεκόβει από τη φρουρά και να πηγαίνει μόνος του στην όχθη της λίμνης που πριν πολλά-πολλά χρόνια είχε απαντήσει τη νεράιδα. Ίσως μέσα του υπήρχε ακόμα μια μικρή ελπίδα ότι θα την ξανασυναντήσει. Τελικά είχε γίνει συνήθεια.

Ένα πρωινό, καθώς έπαιζε με τις κόρες του στον κήπο, παρατήρησε αδιάφορα την πομπή που μετέφερε τη μάγισσα στην εξορία. Για μια στιγμή το βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό της και ξαφνικά η καρδιά του σφίχτηκε. Τα μάτια αυτού του άγριου θηρίου του φάνηκαν πολύ οικεία. Πως ήταν δυνατόν; Τι σχέση μπορεί να είχε αυτός με μία μάγισσα; Μάλλον το μυαλό του έπαιζε παιχνίδια.

(συνεχίζεται)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κεφάλαιο 1: Η νεράιδα του μαγεμένου δάσους. (Δοκιμή για παραμύθι)

Μου λείπουν τα χείλη σου (Η μποκαμβίλια)

Στεναχώρια