Κεφάλαιο 1: Η νεράιδα του μαγεμένου δάσους. (Δοκιμή για παραμύθι)

Εκεί ψηλά στο βουνό υπήρχε ένα σπήλαιο. Κανείς δε τολμούσε να πλησιάσει. Η φήμη έλεγε ότι μέσα στο σπήλαιο είχε το σπιτικό της μια μάγισσα, μια μαύρη χήρα. Ο πολύς κόσμος γνωρίζει ότι χήρα είναι εκείνη που έχασε τον άντρα της. Όμως στην πραγματικότητα χήρα είναι εκείνη που έχει στερηθεί πολλά. Ή αλήθεια ήταν ότι σε αυτή τη περίπτωση η μάγισσα είχε στερηθεί την αγάπη. 

Μικρή όταν ήτανε, ζούσε στους πρόποδες του βουνού μέσα στο μαγεμένο δάσος κοντά στον κόσμο. Η ιστορία λέει ότι ήταν νεράιδα. Μα δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Ήταν πεντάμορφη και γλυκιά, γεμάτη καλοσύνη. Καθώς το μαγεμένο δάσος της έδινε νεραϊδοδύναμη, απ' όπου περνούσε σκόρπιζε την ομορφιά και την γαλήνη. Όμως το δάσος έδινε αυτή τη δύναμη στις νεράιδες όσο ζούσαν μέσα του και αν απομακρυνόντουσαν για λίγο η δύναμη αυτή εξασθενούσε σιγά σιγά. Έπρεπε να γυρίσουν ξανά πίσω για να την ανανεώσουν. Όσο περισσότερο έμεναν στο δάσος τόσο περισσότερη δύναμη ξαναποκτούσαν, μα ποτέ όση είχαν αρχικά.

Η νεράιδα αυτή είχε όμως μια κατάρα. Ήταν πολύ περίεργη και ήθελε να τα γνωρίσει όλα. Έτσι συνέχεια καταπιανόταν με καινούργια πράγματα γιατί γρήγορα βαριόταν όσα κατακτούσε και γνώριζε. Όταν πια κατέκτησε το δάσος και τις γύρω περιοχές, ταξίδευε συχνά και όλο με νέες περιπέτειες καταπιανόταν. Στην αρχή επέστρεφε συχνά στο δάσος και η δύναμη της ανανεωνόταν. Όμως όσο περισσότερα γνώριζε, τόσο περισσότερο έπληττε στο δάσος και όλο και πιο σύντομα ξεκινούσε για νέες περιπέτειες.

Με τον καιρό, τα χρόνια πέρασαν και η νεράιδα άρχισε να μεγαλώνει και καθώς το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της το είχε περάσει μακριά από το μαγεμένο δάσος, η δύναμη της εξασθένισε. Τίποτα πλέον δεν ομόρφυνε στο πέρασμά της και τα χρόνια άρχισαν να φαίνονται επάνω της. Ήταν πάντα πολύ όμορφη μα αισθανόταν κουρασμένη. Έτσι τα ταξίδια λιγόστεψαν και τα θέλω τις παραμερίστηκαν από ανάγκη. 

Στην αρχή επέστρεψε στο μαγεμένο δάσος ελπίζοντας ότι μέρος της δύναμής της θα ανανεωνόταν. Τόσο τουλάχιστον όσο χρειαζόταν για ένα τελευταίο ταξίδι. Απ' όλη τη γνώση που είχε συγκεντρώσει μέχρι τώρα ένα πράγμα ανακάλυψε, αυτό που δεν είχε ποτέ ανακαλύψει. Ότι το μεγαλύτερο αγαθό στη ζωή είναι η αγάπη. Όμως την ίδια την αγάπη δεν την είχε ανακαλύψει. Είχε συχνά ερωτευτεί στις διάφορες περιπέτειες της, αλλά θες γιατί βαριόταν εύκολα, θες γιατί η αγάπη δε θέλει να φεύγεις, πότε δεν την είχε συναντήσει. Γιατί παρόλο που είχε καταλάβει ότι το πιο σημαντικό αγαθό είναι η αγάπη, ποτέ της δεν είχε σταθεί να καταλάβει τι είναι η αγάπη. Βλέπεις η αγάπη θέλει να μένεις. Η αγάπη έχει στέρηση, δεν έχει όρους ούτε ανταπόδοση μα μόνο προσμονή. Και πρέπει πρώτα να δώσεις αρκετή, να στερηθείς πολύ και αν είσαι τυχερός μπορεί να λάβεις λίγη η περισσότερη ανάλογα με το πόση έχεις δώσει. Βλέπεις η αγάπη είναι στοιχειωμένη από άλλα μάγια και αυτά είναι παντού εκτός από το μαγεμένο δάσος. Και αυτό γιατί στο μαγεμένο δάσος υπήρχε ευτυχία χωρίς αγάπη επειδή κανείς δε γνώριζε τι είναι η αγάπη. Κανείς δε τη χρειαζόταν εξάλλου. Όμως η νεράιδα της ιστορίας μας, ξεμάκρυνε από το δάσος και χάνοντας τη δύναμή της απέκτησε τη γνώση της ύπαρξης της. Και μην έχοντας γνωρίσει την αγάπη παρά μόνο την ύπαρξή της η γνώση αυτή έγινε κατάρα. 

Τα χρόνια περνούσαν και σιγά σιγά άρχισε να καταλαβαίνει ότι το δάσος δεν επρόκειτο να επαναφέρει έστω και λίγο τις δυνάμεις που χρειαζόταν για αυτό το τελευταίο ταξίδι. Ωστόσο το δάσος τη συντηρούσε σταματώντας τη φθορά. Μπορεί να μην τις έδινε δυνάμεις όμως την κρατούσε στην κατάσταση που ήταν  ή τουλάχιστον επιβράδυνε την εξέλιξή της. Αντιλήφθηκε ότι αν έφευγε τώρα από το δάσος ποτέ δε θα ξαναγυρνούσε. Έτσι βάλθηκε να βρει την αγάπη μέσα στο δάσος και στις περιοχές τριγύρω που ήταν κάτω από την επήρεια του μαγικού αυτού τόπου. Μάταια όμως γιατί τα μάγια του δάσους έδιναν τα πάντα στα όντα που ζούσαν στην περιοχή του εκτός από αγάπη. Έτσι κάθε που προσπαθούσε να βρει την αγάπη στους κατοίκους της περιοχής, αργά ή γρήγορα της γυρνούσαν την πλάτη. Δεν καταλάβαιναν τι ήθελε και τι ζητούσε και σε λίγο την εφώναζαν "η τρελή του δάσους". Με τον καιρό η νεράιδα μας άρχισε να αλλάζει καθώς η ζωή της ούτε περιπέτεια είχε πλέον, ούτε το όνειρο της για αγάπη μπορούσε να το βρει. Αντίθετα μάζευε πίκρα και απογοήτευση από τους κατοίκους του δάσους. Άρχισε να γίνεται δύστροπη και εκδικητική και με τις γνώσεις που είχε μαζέψει από τα ταξίδια της άρχισε να κάνει μάγια και ξόρκια σε εκείνους που δεν τις φέρονταν καλά, ακόμα και σε εκείνους που την λυπούνταν. Αλλουνού αρρώσταινε η σοδειά του, άλλου δηλητηριαζόντουσαν τα ζωντανά του και άλλα πολλά δύσκολα. Η νεράιδα είχε γίνει μάγισσα. Κάποια στιγμή, οι χωρικοί ζήτησαν βοήθεια από τον τοπικό άρχοντα. Εκείνος έστειλε μια ομάδα από σκληροτράχηλους ιππότες την συλλάμβανε και την φέρανε μπροστά του στο παλάτι στις παρυφές του δάσους. Το δικαστήριο των σοφών συνεδρίασε. Ο άρχοντας καταλάβαινε ότι δε μπορούσε να αφήσει τη μάγισσα να ξεσπάει στον ευτυχισμένο μέχρι τότε λαό του και δεν ήθελε να δυσαρεστήσει και τους εκπροσώπους των νέων θρησκειών που όλο πιο δυνατοί γινόντουσαν. Όμως οι σοφοί του είπανε πως δε μπορεί να θανατώσει τη μάγισσα διότι, παρόλα όσα είχε κάνει βρισκόταν ακόμα κάτω από την προστασία του μαγεμένου δάσους και ήταν παιδί του. Κάτι τέτοιο θα ήταν αιτία πολλών, πολύ χειρότερων δεινών από αυτά που προκαλούσε η μάγισσα. Και αυτό γιατί, όπως είπαν οι σοφοί, υπήρχε χρησμός που έλεγε, πως αν η μάγισσα βρει την αγάπη τελικά θα ξαναγίνει νεράιδα και το δάσος θα είναι πλήρες πάλι.

Έτσι λοιπόν, ο σοφός άρχοντας, αφού συλλογίστικε βαθιά έβγαλε απόφαση να εξορίσει τη μάγισσα στο σπήλαιο πάνω από το δάσος. Εκεί θα ήταν κάτω από την επήρεια του δάσους αφού το βουνό το περιέκλειε το δάσος, αλλά σε ασφαλή απόσταση από τα όντα που ζούσαν μέσα και γύρο από αυτό. Έτσι το βασίλειό του θα ήταν ασφαλές. Έτσι ο άρχοντας αποφάσισε να την εξορίσει στη σπηλιά του βουνού πάνω από το μαγεμένο δάσος.

Η απόφαση βγήκε και οι ιππότες ξεκίνησαν να συνοδεύσουν την μάγισσα στη σπηλιά που θα γινόταν από εδώ και πέρα η κατοικία της.


Καθώς η συνοδεία όδευε προς την πύλη του κάστρου η μάγισσα παρατήρησε έναν καλοντυμένο ευγενή που καθόταν στον κήπο του παλατιού μπροστά σε μια λιμνούλα. Ήταν μεσήλικας, επιβλητικός, ψηλός και εύσωμος. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει και τα γένια του ήταν ολόλευκα και μια φρικιαστική ουλή σημάδευε το μέτωπό του πάνω και κάτω από το αριστερό του μάτι μέχρι το λαιμό. Τα χέρια του ήταν μακριά και τα λεπτά ενώ τα δυνατά του δάχτυλά κρατούσαν ένα βαρύ βιβλίο θαρρείς με χάρη. Τα ρούχα του λιτά χωρίς στολίδια όμως από υφάδια που φαίνονταν διαφορετικά από αυτά που φορούσαν οι χωρικοί. Στο πλάι του κρεμόταν ένα βαρύ σπαθί μ' ένα οικόσημο στη λαβή που δε διακρινόταν από μακρυά για να το αναγνωρίσει. Εκείνο που τράβηξε όμως την προσοχή της δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά. Το βλέμμα του δε χάιδευε τις σελίδες του βιβλίου που κρατούσε. Θαρρείς πως χανόταν στο κενό πέρα μακριά, πιο πέρα κι από το μαγεμένο δάσος. Έλεγε κανείς πως το απορροφούσε μια ανείπωτη θλίψη. 

Τότε ξαφνικά γύρισε και την κοίταξε. Εκείνη ξαφνιάστηκε, σαν να την είχαν πιάσει να κάνει αταξία και μόλις συνειδητοποίησε το συναίσθημα αυτό έστρεψε το βλέμμα της προς τα κάτω με ντροπή. Όμως πριν τραβήξει τα μάτια της από τα δικά του της φάνηκε πως σαν να βγήκαν απ' το κενό στο οποίο ήταν χαμένα, σαν να φωτίστηκαν λιγάκι. Ξαφνιάστηκε. Η ντροπή δεν ήταν συναίσθημα που είχε νιώσει συχνά στη ζωή της. Γιατί ξαφνικά τώρα; Ποιος ήταν ο ξένος αυτός που τολμούσε να την κάνει να αισθάνεται έτσι; Αμέσως θυμός άρχισε να την γεμίζει και ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται. Ένα ξόρκι ξεκίνησε να κατεβαίνει προς τα χείλη της μέχρι που εξίσου ξαφνικά κοριτσίστικες φωνές πλημμύρισαν την αυλή. Η περιέργεια νίκησε το ξόρκι και έστρεψε το βλέμμα της χαμηλά προς το μέρος του απ' όπου ακουγόντουσαν οι φωνές. Δύο μικρά κοριτσάκια σαν αγγελάκια έτρεξαν χαρούμενα και χώθηκαν στην αγκαλιά του. Το πρόσωπό του είχε φωτιστεί και η θλίψη είχε δώσει θέση στη χαρά. Οι μικρές χώθηκαν στην αγκαλιά του και αυτός τις αγκάλιασε σφιχτά. Ήταν εκείνη τη στιγμή, που η συνοδεία περνούσε την πύλη καθώς ο ήλιος έδυε στις παρυφές του δάσους βάφοντας με κόκκινες και πορτοκαλιές αποχρώσεις τον κόσμο που για μια απειροελάχιστη στιγμή την κοίταξε ξανά χαμογελώντας με απορία.

"Ποιος ήταν αυτός που καθόταν στον κήπο;" ρώτησε τον ιππότη δίπλα της.
"Αυτός είναι ο θλιμμένος πρίγκιπας" της αποκρίθηκε κοφτά.

Αλλά η ιστορία του θλιμμένου πρίγκιπα δεν έχει γραφτεί ακόμα.

(Συνεχίζεται...)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μου λείπουν τα χείλη σου (Η μποκαμβίλια)

Στεναχώρια