Κεφάλαιο 4: Το Ταξίδι (δοκιμή)
Το σούρουπο που πλησίαζε χαϊδευότανε με τους ήχους κάποιου μπεντίρ που ακουγόταν στο βάθος. Ο πρίγκιπας καθόταν στην βεράντα της κρεβατοκάμαρας του και προσπαθούσε ν' αφουγκραστεί το δείλι. Ο ήλιος έδυε στη Μέκκα και η πόλη μπροστά του έσβηνε σιγά-σιγά τους ήχους τις ημέρας, ενώ το μαγεμένο δάσος δίπλα από τα τείχη παρέδιδε την ημέρα στις οσμές τις νύχτας. Και έτσι οι φωνές των μικροπωλητών και οι μυρωδιές του παστουρμά και του σουτζουκιού δίναν τη θέση τους στη φρεσκάδα της φυλλωσιάς και το τραγούδι των γρύλων.
Μόνο το μπεντίρ φαινόταν αφύσικο μα τόσο ταιριαστό. Μουσική υπόκρουση στο γρυλοτράγουδο. Κι όμως, όσο κι αν τ' ακούσματα ήταν τόσο ταιριαστά στα πριγκιπικά αφτιά οι αιτίες του ήταν απεχθείς και ανυπόφορες. Ο πρίγκιπας είχε μεγαλώσει και οι γιορτές που οργάνωνε ο πατέρας του προσπαθώντας να τον προξενέψει γι άλλη μια φορά του ήταν αδιάφορες και απόμακρες.
Σήμερα δε ταξίδευε στη συνηθισμένη θλίψη του. Το επίκεντρο της σκέψης του ήταν δυο μάτια. Δυο μάτια τόσο ξεχωριστά που του φαινόταν ότι ήταν αδύνατο να έχει κάνει λάθος. Εκείνα τα μάτια που είχε δει είκοσι χρόνια πριν, δυο μάτια μελάτα, τα μάτια που είχαν στοιχειώσει το μυαλό του και του έδωσαν ελπίδα και δύναμη να καρτερέψει δεκάδες τέρμενα, ήταν αυτά τα μάτια του θύμισαν τα μάτια της μάγισσας,
Μόνο ένας τρόπος υπάρχει, σκέφτηκε. Θα πάω να τη συναντήσω. Αύριο το πρωί κιόλας ξεκινάω, αποφάσισε ρουφώντας νωχελικά τον αργυρέ του.
Η νύχτα δεν έλεγε να τελειώσει, κι ας πότιζε τον εαυτό του με όλα τα φαρμάκια της ανατολής Και το ξημέρωμα φάνηκε να αργεί για πάντα μέχρι που φάνηκε συνάμα με τους τελευταίους ήχους του μπεντίρ να δίνουν τη θέση τους στ' αηδόνια που υμνούσαν την αυγή.
Έξι καβαλάρηδες συγκεντρώθηκαν στο χάραμα. Έξι σαν κι αυτούς που ο απόστολος προφήτεψε για την αποκάλυψη. Η ομάδα ξεχύθηκε προς το δάσος.
"Που πάμε άρχοντα;" ρώτησε ο διοικητής της φρουράς.
"Εσύ θα μου πεις" αποκρίθηκε ο πρίγκιπας. "Θα με πας εκεί που εξόρισες την μάγισσα".
"Γιατί άρχοντα μου" είπε ο φρούραρχος και σχεδόν αμέσως μετάνιωσε που ρώτησε αφού το βλέμμα του πρίγκιπα όχι μόνο δεν άφηνε περιθώριο για ερωτήσεις αλλά δε φαινόταν να τις συγχωρεί κιόλας. Τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του προς την κατεύθυνση που οδηγούσε στο βουνό πάνω από το μαγεμένο δάσος.
Δύο ημέρες ιππεύαν μέχρι να προσεγγίσουν το σημείο που άφησαν την μάγισσα.
"Εγώ άρχοντα μου την ελευθερώσαμε" είπε ο φρούραρχος καθώς έφτασαν σε ένα ξέφωτο λίγο πάνω από τους πρόποδες του βουνού.
Ο πρίγκιπας ξεπέζεψε και έσπευσε στο κοντινό ρυάκι. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του και ξαρματώθηκε.
"Ας ξεκουραστούμε" είπε και οι άντρες μιμηθήκαν με ανακούφιση το παράδειγμά του...
Κι όμως μια απειλή απλωνόταν συνάμα με το λιόγερμα και όσο οι ώρες μεγάλωναν τόσο οι άντρες στοίχειωναν...
(Συνεχίζεται)
Μόνο ένας τρόπος υπάρχει, σκέφτηκε. Θα πάω να τη συναντήσω. Αύριο το πρωί κιόλας ξεκινάω, αποφάσισε ρουφώντας νωχελικά τον αργυρέ του.
Η νύχτα δεν έλεγε να τελειώσει, κι ας πότιζε τον εαυτό του με όλα τα φαρμάκια της ανατολής Και το ξημέρωμα φάνηκε να αργεί για πάντα μέχρι που φάνηκε συνάμα με τους τελευταίους ήχους του μπεντίρ να δίνουν τη θέση τους στ' αηδόνια που υμνούσαν την αυγή.
Έξι καβαλάρηδες συγκεντρώθηκαν στο χάραμα. Έξι σαν κι αυτούς που ο απόστολος προφήτεψε για την αποκάλυψη. Η ομάδα ξεχύθηκε προς το δάσος.
"Που πάμε άρχοντα;" ρώτησε ο διοικητής της φρουράς.
"Εσύ θα μου πεις" αποκρίθηκε ο πρίγκιπας. "Θα με πας εκεί που εξόρισες την μάγισσα".
"Γιατί άρχοντα μου" είπε ο φρούραρχος και σχεδόν αμέσως μετάνιωσε που ρώτησε αφού το βλέμμα του πρίγκιπα όχι μόνο δεν άφηνε περιθώριο για ερωτήσεις αλλά δε φαινόταν να τις συγχωρεί κιόλας. Τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του προς την κατεύθυνση που οδηγούσε στο βουνό πάνω από το μαγεμένο δάσος.
Δύο ημέρες ιππεύαν μέχρι να προσεγγίσουν το σημείο που άφησαν την μάγισσα.
"Εγώ άρχοντα μου την ελευθερώσαμε" είπε ο φρούραρχος καθώς έφτασαν σε ένα ξέφωτο λίγο πάνω από τους πρόποδες του βουνού.
Ο πρίγκιπας ξεπέζεψε και έσπευσε στο κοντινό ρυάκι. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του και ξαρματώθηκε.
"Ας ξεκουραστούμε" είπε και οι άντρες μιμηθήκαν με ανακούφιση το παράδειγμά του...
Κι όμως μια απειλή απλωνόταν συνάμα με το λιόγερμα και όσο οι ώρες μεγάλωναν τόσο οι άντρες στοίχειωναν...
(Συνεχίζεται)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου