Το τελευταίο του όνειρο 18 χρόνια πριν

Είχαν περάσει άλλα 20 χρόνια από την τελευταία φορά που σμίξανε. Χωρίζουν βλέπεις οι άνθρωποι, ακόμα κι εκείνοι που φτιάχτηκαν για να μείνουν μαζί. Τα φέρνει η ζωή ανάποδα συχνά. Σαν χτες του φαινότανε που κατεβαίνανε μαζί την παραλιακή. Είχαν στρίψει δεξιά προς τη θάλασσα εκεί που ο δρόμος άρχιζε να απομακρύνεται. Την είχε πάει σ' έναν έρημο μόλο και εκεί πήρε το πρώτο της φιλί. Εκεί μαγεύτηκε κι εκεί ξεκίνησαν όλα ξανά.

Το αυτοκίνητο, το ίδιο αυτοκίνητο ακολουθούσε, σαν από μόνο του την ίδια διαδρομή. Τίποτα δεν είχε αλλάξει από τότε. Όλα έμοιαζαν ίδια μόνο που τώρα ήταν πρωί και είχε ζέστη. Το αυτοκίνητο έφτασε στον ίδιο σημείο που είχε φτάσει πριν είκοσι χρόνια σαν από μόνο του, σχεδόν αυτόματα. Κοίταξε γύρω του, αναδεύτηκε νωχελικά και τελικά αποφάσισε να βγει στη μαρίνα. Άναψε ένα τσιγάρο και ξεκίνησε να περπατάει κατά μήκος της προβλήτας μέχρι που έφτασε στον μόλο. Σήκωσε το κεφάλι του και την είδε. 

Στεκόταν όρθια στην άκρη του κυματοθραύστη και αγνάντευε το πέλαγο. Φορούσε ένα άσπρο λευκό φόρεμα, το ίδιο που φορούσε πριν σαράντα χρόνια όταν την είχε πρώτο ερωτευτεί, κι ένα άσπρο πλατύγυρο καπέλο που το κρατούσε χαριτωμένα με το ένα τις χεράκι μη το πάρει ο νοτιάς. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η ίδια αγέρωχη λυγερή κορμοστασιά γεμάτη ενέργεια και ζωή όπως την θυμόταν από παιδούλα. Γύρισε και τον αντίκρισε σαν να τον περίμενε.

- Επιτέλους ήρθες. Σε περίμενα. Γιατί άργησες; Γιατί με άφησες μόνη;
- Μα δεν έφυγα ποτέ (ψιθύρισε).

Τον πλησίασε, τον κοίταξε με το εξερευνητικό της βλέμμα, τον αγκάλιασε με ανακούφιση και τον φίλησε τρυφερά στο στόμα.

Μπιπ - μπιπ - μπιπ

Τη έσφιξε στην αγκαλιά του.

- Μη με αφήσεις ξανά (της είπε).
- Γαλήνεψε αγάπη μου και όλα θα περάσουνε...

Μπιπ - μπιπ - μπιπ  

Την έσφιξε τόσο που του κόπηκε η αναπνοή. Όμως όσο κι αν μάταια προσπαθούσε να πάρει ανάσα δε σταματούσε να τη σφίγγει στην αγκαλιά του. Σαν να φοβόταν πως αν χαλαρώσει λίγο θα τη χάση ξανά. Έψαξε να βρει τα χείλη της, να αφήσει μέσα της την τελευταία του ανάσα. Μάταια. Όλα σκοτείνιασαν.

Μπιπ - μπιπ - μπιπ - μπιιιιιιιιιι

- Όλα τελειώσαν. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Αναπαύτηκε τελικά. Σημειώστε την ώρα.
- Γιατρέ κοιτάξτε! Θαρρείς πως χαμογελά.
- Δίκιο έχεις. Περίεργο. Σα να πέθανε χαρούμενος από τη στεναχώρια.

Ήταν το τελευταίο του όνειρο 18 χρόνια πριν.

Μην με κοιτάς, θα σε θυμίσω εγώ που μ’ είδες:
Στην άμμο απάνω ανάστροφα σ’ είχα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις πυραμίδες.
(Νίκος Καββαδίας, 1910-1975)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κεφάλαιο 1: Η νεράιδα του μαγεμένου δάσους. (Δοκιμή για παραμύθι)

Μου λείπουν τα χείλη σου (Η μποκαμβίλια)

Στεναχώρια