Ελεύθεροι σκοπευτές (Romance)


Ήταν και οι δύο πρωτοκλασάτοι πολεμιστές. Φονιάδες ολκής.

Με τα χρόνια και την εμπειρία είχαν εξελίξει την τεχνική τους και τις τακτικές τους και τώρα γνώριζαν πως μόνο μεταξύ τους μπορούσαν να σκοτωθούν. Η σκέψη αυτή, χρόνια τους έκανε να αποφεύγουν να συναντηθούν στο πεδίο της μάχης. Τους γοήτευε όμως κιόλας.

Εκείνη σκότωνε από μακριά. Κι εκείνος από ακόμα πιο πολύ, άλλα όταν το απαιτούσαν οι συνθήκες και από απόσταση ανάσας.

Μελετούσαν ο ένας τον άλλον. Από μακριά. Διακριτικά. Κάποιες περιόδους σταματούσαν, αλλά πάντα ερχόταν ο χρόνος για να ψάξουν πάλι για τον άλλον.

Κάποτε ήρθαν έτσι τα πράγματα που έπρεπε να αναμετρηθούν. Κάτι σαν κάλεσμα κι ας ήξεραν πως το αποτέλεσμα θα ήταν πιθανότατα ολέθριο ίσως και για τους δύο.

Επένδυσαν χρόνο να μελετήσουν ο ένας τον άλλο και ο χρόνος περνούσε μέχρι που κάποια στιγμή εκείνος ένοιωσε το κάλεσμα.

Έστησε το καρτέρι του ανάμεσα στα πεύκα που έβλεπαν στην παραλία που συνήθιζε να επισκέπτεται. Οι συνήθειες είναι λάθος στο επάγγελμά τους. Όλοι το ξέρουν αυτό. Μια συνήθεια που εκείνη απέκτησε όταν κατάλαβε ότι την παρακολουθούσε. Γυναικείο μυαλό. Παραήταν εύκολο και αισθανόταν αμήχανος.

 Ήταν λιόγερμα, και οι σκιές που μεγάλωναν προσέφεραν ιδανική κάλυψη. Ένοιωθε ασφαλής μέχρι που την είδε. Εμφανίστηκε στην άκρη του ορίζοντα προσθέτοντας την τελευταία πινελιά σ' έναν πίνακα που ζωγράφιζε ο Θεός.

Προσάρμοσε το σκόπευτρο στο  μάτι του, εστίασε, περίμενε την αναπνοή του να βρει το ρυθμό της και άρχισε να νιώθει τον αέρα.

Ξαφνικά εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Δεν είναι δυνατόν σκέφτηκε. Δεν υπάρχει τρόπος να με βλέπει. Κι όμως εκείνη συνέχισε να κοιτάει. Το βλέμμα της θλιμμένο και ίσως λίγο απογοητευμένο. Τον είχε νοιώσει. Δε τον έβλεπε αλλά τον ένοιωθε.

Το δάχτυλο του φλέρταρε με τη σκανδάλη. Η συνθήκες ιδανικές. Το ξέραν και οι δύο. Ένα μυρμήγκιασμα στην πλάτη. Πόση απόσταση μπορεί να χωρίσει τη ζωή από τον θάνατο;

Κατέβασε το όπλο. Κοίταξε τον πίνακα και αποφάσισε το παράλογο καθώς η καρδιά του έμοιαζε να θέλει να πεταχτεί από το στήθος. "Από κοντά".

Χρειάστηκαν μόνο λίγα λεπτά για να βρεθεί πίσω της. Το χέρι του έσφιξε τη λαβή του μαχαιριού του. Ήταν ιδρωμένο.  "Λάθος.  Όλο αυτό είναι λάθος και πιθανώς παγίδα".

Τότε συνέβη το απρόσμενο.  Χωρίς κανένα λόγο γύρισε και τον κοίταξε. Το βλέμμα της διεισδυτικό, έμπαινε μέσα του αδιάκριτα σχεδόν λαίμαργα.

"Είχες πολλές ευκαιρίες να με σκοτώσεις. Αν ήμουν εγώ δε θα μιλούσαμε τώρα. Τι τρέχει;"

Δεν είπε τίποτα.  Μόνο την κοίταζε. Μέσα στα μάτια. Το χέρι του κινήθηκε αυτόνομα. Εκείνη σφίχτηκε και για μια στιγμή ο φόβος διαπέρασε το μυαλό τις ακριβώς πίσω από τα μάτια της.

"Φόβος!" Το συχαινόταν αυτό το συναίσθημα. "Εγώ δε φοβάμαι. Οι άλλοι φοβούνται εμένα! Πάρε με, αλλά το φόβο μου δε θα τον δεις." Περίεργο, δεν αισθανόταν απειλή πια. Το βλέμμα παγερό, αγέρωχο καθώς τα φρύδια της σηκώθηκαν με υπεροψία.

Τότε το χέρι του έκανε κάτι απρόσμενο. Την αγκάλιασε τρυφερά από τη μέση και την τράβηξε κοντά του. Δεν είχε νόημα να του αντισταθεί. Ήταν πολύ δυνατός και εξάλλου για κάποιον λόγο δεν ήθελε να αντισταθεί. Τουλάχιστον όχι αρκετά. Ίσως περιέργεια, ίσως κάτι άλλο. Οι αισθήσεις σε συναγερμό!

Εκείνος έσκυψε κοντά της. Απροσδόκητο! Το κεφάλι της σχεδόν αυτόματα υποχώρησε προς τα πίσω αλλά σταμάτησε μετέωρο. "Θέλει να μου ψιθυρίσει κάτι;" αναρωτήθηκε. Αναπάντεχα ένοιωσε ότι ήθελε να τον φιλήσει. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, σαν να αποζητούσε την αποδοχή της και σύντομα ακούμπησε το μάγουλό του στο δικό της και καθώς προχώρησε προς το λαιμό της πήρε μια βαθιά εισπνοή. Την μύριζε. Πρωτόγνωρο, σχεδόν αρχέγονο. Μετά εκπνοή. Η ανάσα του έγινε ρίγος που ταξίδεψε σ' όλο το σώμα της. Γύρισε και σχεδόν σαν από ατύχημα τα χείλια της ακούμπησαν στα δικά του. Τον ένοιωσε να τρέμει. Κι εκείνη το ίδιο. Το φιλί του ήταν απαλό στην αρχή, υγρό και εξερευνητικό. Έχασε τον έλεγχο. Ανταποκρίθηκε παθιασμένα και αφέθηκε έρμαιο του. "Αν έτσι σκοτώνει, τότε έτσι θέλω να πεθάνω" σκέφτηκε για μια στιγμή αλλά αμέσως έδιωξε τη σκέψη απ' το μυαλό της. Κακώς, γιατί είχε δίκιο...

Δύο μήνες μετά η σχέση τους νοσούσε και είχε γίνει επώδυνη. Εκείνη για τους δικούς τις λόγους κι εκείνος για τους δικούς του. Ήταν θυελλώδεις η σχέση τους, μεγάλος παθιασμένος έρωτας, σαν αυτούς που ζούνε λίγοι και διαβάζεις μόνο στα βιβλία. 

Δύο μήνες μετά βρέθηκαν αντιμέτωποι πάλι μέσα σε ένα δάσος. Είχαν πάει χώρια. Ήξερα και οι δύο πως ο άλλος ήταν εκεί. Δεν ήξερα όμως που. Αυτό που γνώριζαν για ακόμα μια φορά ήταν πως κι αυτή, σαν την πρώτη, ήταν συνάντηση θανάτου.

Έστησε το καρτέρι της πάνω σε ένα πλατύφυλλο πυκνό δέντρο, δυο συστάδες πριν το ξέφωτο στην άκρη του δάσους. Η θέα προνομιακή, κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του πεδίου. Το ξέφωτο το απέρριψε σαν περιοχή εισόδου στο στίβο μάχης, εξάλλου ο εχθρός ήταν επαγγελματίας. "Ο εχθρός". Την ενόχλησε αυτή η σκέψη. Όμως ότι είναι πρόβλημα, το διαγράφουμε. Και γρήγορα. Πριν αυτό διαγράψει εμάς. Δεν είναι θέμα επιλογής. "Είναι θέμα επιβίωσης" είπε σαν επιχείρημα στο μυαλό της. Ξεκίνησε να στρέφεται προς το δάσος μήπως και αναγνωρίσει κάποια κινητικότητα στο βάθος όταν η άκρη του ματιού της έπιασε κίνηση στην άκρη του ξέφωτου.

"Δεν είναι δυνατόν! Τι στο διάβολο κάνει". Φοβήθηκε. "Είναι παγίδα, υπάρχει κι άλλος". Η καρδία της χτυπούσε ξέφρενα και η αδρεναλίνη είχε ανέβει στο κόκκινο. Τις πήρε λίγα δευτερόλεπτα να ξανατσεκάρει το τοπίο. Σιγουρεύτηκε. Απ' το μυαλό της ούτε μια στιγμή πέρασε ότι και εκείνη, το ίδιο  είχε κάνει πριν δύο μόλις μήνες. Τον είχε προειδοποιήσει τότε άλλωστε. Στράφηκε προς το μέρος του σηκώνοντας το όπλο της. Είχε φτάσει μέχρι τη μέση του ξέφωτου. Πότε είχε προλάβει; Ήταν μόνο καμιά τρακοσαριά μέτρα μακριά του και φαινόταν σαν να την κοίταζε, πράγμα που ήταν αδύνατο αφού ήταν αόρατη. "Τι στο διάβολο κάνεις;" σκέφτηκε σημαδεύοντας την καρδιά του. Το δάχτυλο πίεσε τη σκανδάλη και καθώς ολοκλήρωνε την κίνηση πρόσεξε ότι το χέρι του της έδειχνε που ήταν η καρδιά του. Η εικόνα την σόκαρε, όμως ήταν πολύ αργά. Το μόνο που έγινε ήταν να κάνει λίγο πίσω, αρκετά για να σηκωθεί η κάνη μερικά χιλιοστά!

Το όπλο κλώτσησε βίαια τη στιγμή που διάβασε στα χείλη του να λέει "Συγχώρα με αγάπη μου σε σκότωσα!". Το βλήμα βγήκε από την κάννη με αδυσώπητη ταχύτητα. Αστοχία, τον βρήκε λίγο πάνω από την καρδιά διαλύοντας τον πνεύμονα. Ήταν θανάσιμο χτύπημα αλλά όχι ακαριαίο.

Έφερε τα κιάλια στα μάτια της και τον κοίταξε. Έβηξε βίαια σκορπίζοντας αίματα. Γύρισε, την κοίταξε και τα χείλη του σχημάτισαν τη λέξη "Δειλή"! Τότε εκείνη άρχισε να αναγνωρίζει τις ανωμαλίες. Ήταν ντυμένος όπως συνήθως, καμιά ένδειξη ανάρτησης ή καμουφλάζ και το κυριότερο άοπλος. Τότε κατάλαβε! "Ηλίθια, ηλίθια!" Ούρλιαξε δυνατά με οδύνη. Το κλάμα της ακούστηκε σ' όλο το δάσος. Δεν είχε έρθει να τη σκοτώσει. Είχε έρθει για να σκοτωθεί και έπρεπε εκείνη να το κάνει. Η μόνη που μπορούσε.

Πέταξε το όπλο, πήδησε κάτω και έτρεξε κοντά του. Όρμησε πάνω του και καθώς η ψυχή του έβγαινε ανάμικτη με μαύρο αίμα άρχισε να του φωνάζει "Γιατί το έκανες, γιατί εγώ;!;! Αφού σε είχα προειδοποιήσει."

Εκείνος κάτι ψέλλισε. "Γι αυτό..." Έσκυψε κοντά του και τον άκουσε να λέει: "Τι άλλη επιλογή είχα;" Την κοίταξε άλλη μια φορά στα μάτια με λαιμαργία, προσπάθησε να την μυρίσει για τελευταία φορά αλλά πνίγηκε. "Το πρόβλημα διαγράφηκε τώρα (Delete)" ψιθύρισε και έγειρε στο πλάι.

Παραλήρημα... Του φάνηκε ώρες. Πόνος βαθύς και ασφυξία.

Δειλήαγάπηματαιότηταπόνοςνοσταλγίαθλίψηθλίψηκιάλλοςπόνοςαπορίααγάπηηαγάπηπεθαίνειτελικάκιάλλοςπόνοςοιγονείςμουπόνοςαπορίαφόβοςπιοπολύφόβοςκιάλλοςπόνοςαπόγνωσηγιαμιαανάσακαιήχοιπολύήχοιφόβοςκαιπόνος.

Πουλιά, σουρσίματα στο δάσος, στο βάθος πολιτισμός, η ανάσα της ή η δική του. Όχι αφού είχε πεθάνει από ασφυξία.

Όλα σκοτείνιασαν και έγινε σιωπή.

Τέλος.

Όμως αυτή η ιστορία μπορούσε να τελειώσει πιο όμορφα... Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Δυσκολότεροι μα ίσως και ομορφότεροι. Εσύ αποφασίζεις.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κεφάλαιο 1: Η νεράιδα του μαγεμένου δάσους. (Δοκιμή για παραμύθι)

Μου λείπουν τα χείλη σου (Η μποκαμβίλια)

Στεναχώρια