Η τριανταφυλλιά


Αριστερά είχε δύο γεράνια και μια τριανταφυλλιά. Τα γεράνια φουντωμένα απολάμβαναν το ξεκίνημα της άνοιξης. "Άνοιξη" σκέφτηκε. "Γιορτάζει η φύση, ξαναγεννιέται". Το βλέμμα του έπεσε στην τριανταφυλλιά. Ένα σκούρο κόκκινο, σχεδόν μαύρο, μοναδικό κουρασμένο μπουμπούκι ψυχορραγούσε στο πλάι. "Εσύ γλυκιά μου είσαι σαν και μένα. Ευαίσθητη. Χρειάζεσαι φροντίδα κι αγάπη για να δώσεις τ' αρώματα σου το καλοκαίρι". Τα μάτια του γέμισαν νοσταλγία και θλίψη. Μετά κοίταξε πάλι την τριανταφυλλιά με συμπάθεια. "Σε παραμέλησα γλυκιά μου το χειμώνα και μου κρύωσες" της είπε καθώς έσκυψε να μυρίσει το μοναδικό τριαντάφυλλο που του πρόσφερε. Το άρωμά της ισχνό όμως μεθυστικό με μια υπόσχεση από τα παιδικά του χρόνια. Άρωμα ευτυχίας. 

Θυμήθηκε τον κήπο της γιαγιάς στο χωριό. Αριστερά, μια μεγάλη πικροδάφνη με ροζ φουντωτά λουλούδια φώναζε "Αντέχω. Αντέχω τα πάντα. Το κρύο, την εγκατάλειψη, την καταπόνηση ακόμα και τη δίψα". Γυναίκα. Δεξιά ένας επιβλητικός πυράκανθος με μεγάλα απειλητικά αγκάθια, σαν γνήσιος επιβήτορας γέμιζε το Πάσχα κόκκινα μπαλάκια τα οποία έσπερνε παντού στην αυλή προσπαθώντας να βρει ταίρι να γονιμοποιήσει. Με τα χρόνια γέρασε κι έγειρε, μαράθηκε και τελικά έμεινε μόνο ο κορμός του. "Δύσκολα τα γεράματα ακόμα και για τα δέντρα".

Γύρω-γύρω, όλη η αυλή γεμάτη τριανταφυλλιές. Η γιαγιά τις λάτρευε. Τις περιποιόταν, τις μιλούσε, μέχρι κι ονόματα τους είχε δώσει. Κόκκινες, κίτρινες, άσπρες και ανάμικτες. Ήξερε η γιαγιά να τις μπολιάζει και έφτιαχνε δικές της ποικιλίες. Θυμάμαι μια άσπρη με φούξια πιτσιλιές και την άλλη την πορτοκαλοκόκκινη. Α, ήταν και μια άλλη που έδινε κόκκινα και άσπρα λουλούδια. Στο ένα κλαδί κόκκινα και στο άλλο κάτασπρα. Οι πιο δύσκολες όμως απ' όλες, οι πιο ευαίσθητες ήταν οι βαθυκόκκινες. Το κόκκινο του Αυγούστου. Το χρώμα του πάθους. Σαν αίμα. Αυτές δίνανε τα πιο βαθιά αρώματα. Έπαιρνες μια ρουφηξιά και το μυαλό σου γέμιζε γυναίκα. Άρωμα που
μόνο η φύση και η φροντίδα μπορούν να φτιάξουν. "Σαν τα τριαντάφυλλα που σου έπαιρνα, μόνο που αυτά δεν μύριζαν". Η σκέψη του θύμισε τη θλίψη του ενώ η αναπόληση του θύμιζε ευτυχία. Προσπάθησε να συνεχίσει την αναπόληση. Μάταια.

Άρχισε να κόβει τα μαραμένα λουλούδια της τριανταφυλλιάς. Το μόνο που ήξερε να κάνει από την τέχνη της γιαγιάς. "Κανονικά τώρα θέλεις και κλάδεμα. Έλα όμως που δεν ξέρω την τέχνη αυτή" της είπε λες και μιλούσε σε άνθρωπο. Την κοίταξε πονετικά και για μια στιγμή νόμισε πως εκείνη τον καταλάβαινε. Πήγε, πήρε το ποτιστήρι και τις έριξε λίγο νεράκι. Όχι ότι το χρειαζόταν, απλά για να της δείξει ότι νοιάζεται. Κάποιος νοιάζεται για σένα. "Μακάρι να μπορούσες να μου πεις τι χρειάζεσαι. Εσύ δε θα μου έλεγες ποτέ ψέματα." Χάιδεψε το μοναδικό της μπουμπούκι, κοίταξε το λιόγερμα για λίγο και της ψιθύρισε "Καληνύχτα ομορφιά μου".

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κεφάλαιο 1: Η νεράιδα του μαγεμένου δάσους. (Δοκιμή για παραμύθι)

Μου λείπουν τα χείλη σου (Η μποκαμβίλια)

Στεναχώρια