Αριστερά είχε δύο γεράνια και μια τριανταφυλλιά. Τα γεράνια φουντωμένα απολάμβαναν το ξεκίνημα της άνοιξης. "Άνοιξη" σκέφτηκε. "Γιορτάζει η φύση, ξαναγεννιέται". Το βλέμμα του έπεσε στην τριανταφυλλιά. Ένα σκούρο κόκκινο, σχεδόν μαύρο, μοναδικό κουρασμένο μπουμπούκι ψυχορραγούσε στο πλάι. "Εσύ γλυκιά μου είσαι σαν και μένα. Ευαίσθητη. Χρειάζεσαι φροντίδα κι αγάπη για να δώσεις τ' αρώματα σου το καλοκαίρι". Τα μάτια του γέμισαν νοσταλγία και θλίψη. Μετά κοίταξε πάλι την τριανταφυλλιά με συμπάθεια. "Σε παραμέλησα γλυκιά μου το χειμώνα και μου κρύωσες" της είπε καθώς έσκυψε να μυρίσει το μοναδικό τριαντάφυλλο που του πρόσφερε. Το άρωμά της ισχνό όμως μεθυστικό με μια υπόσχεση από τα παιδικά του χρόνια. Άρωμα ευτυχίας. Θυμήθηκε τον κήπο της γιαγιάς στο χωριό. Αριστερά, μια μεγάλη πικροδάφνη με ροζ φουντωτά λουλούδια φώναζε "Αντέχω. Αντέχω τα πάντα. Το κρύο, την εγκατάλειψη, την καταπόνηση ακόμα και τη δίψα". Γυναίκα. ...