Θανατογέννεση
Καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα του χαζεύοντας τις φλόγες που εγλύφαν το τζαμάκι της ξυλόσομπας.
Ξάφνου αισθάνθηκε να του κόβεται η ανάσα. Ένας οξύς πόνος διαπερνούσε το στήθος σαν κάποιος να του είχε μπήξει μια λόγχη στην πλάτη. Ένιωσε τα σωθικά του να κόβονται στα δύο κι άρχισε να πνίγεται. Η πίεση στην πλάτη του ένοιωθε ανυπόφορη και σιγά-σιγά άρχισε να βυθίζεται στο σκοτάδι. Προσπάθησε να απλώσει τα χέρια του να αρπαχτεί από κάπου. Μάταια. Σαν να ήταν εγκλωβισμένος σε μια στενή, σκοτεινή και υγρή τρύπα. Προσπάθησε να αναπνεύσει αλλά δεν υπήρχε αέρας. Κατάλαβε ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Ήταν έτοιμος να παραιτηθεί όταν για μια στιγμή του φάνηκε πως είδε μια λάμψη φωτός. Πρέπει να αναπνεύσω σκέφτηκε και έσπρωξε με όση δύναμη του είχε απομείνει. Άλλη μια λάμψη και ο φόβος του άρχισε να γίνεται πείσμα και θυμός. Ήταν δυο στοιχεία του χαρακτήρα του που των είχαν βοηθήσει και στο παρελθόν. Σε δύσκολες στιγμές. Αλήθεια, δε θυμόταν πια πότε ή πού. Θαρρείς ήταν πολύ παλιά. Σε μια άλλη ζωή που έπαψε ξαφνικά να υπάρχει. Και οι αναμνήσεις; Χάθηκαν, έγιναν αστέρια.
Υπόκωφοι ήχοι, όχι μάλλον πνιγμένες φωνές, και φως, σίγουρα, ναι φως! Επιτέλους μετά από τόσο σκοτάδι. Λίγο ακόμα και ίσως στο φως να πάρει ανάσα. Να σωθεί. Και να σου τα υγρά τοιχώματα υποχώρησαν, έβγαλε το κεφάλι του στο φως και βρέθηκε να αιωρείται στον αέρα. Πήρε μια απεγνωσμένη ανάσα. Το φως του τύφλωσε τα μάτια καθώς σκιές περιστοίχιζαν το νέο περιβάλλον του. Ξαφνικά χωρίς να μπορεί να το ελέγξει ξέσπασε σε κλάματα. Δυνατά, χωρίς να ξέρει γιατί. Ανακούφιση.
"Συγχαρητήρια, ένα υγιέστατο αγοράκι" ακούστηκε σαν ακατανόητος ήχος στο δωμάτιο και ξάφνου βρέθηκε μέσα σε ζεστό νερό και αμέσως τυλιγμένος με πετσέτες και σεντόνια.
Εκείνο το βράδυ ο μπάρμπα Νικόλας πέθανε στο σπίτι του σ' ένα όμορφο χωριό στους πρόποδες του Παγγαίου. Την ίδια ώρα η νύφη του γεννούσε τον εγγονό του στην Αθήνα. Το Νικόλα!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου