Θάλασσα (Δοκιμή)


Γράφτηκε με τη μουσική δυνατά!



Όρθωσε την περπατησιά του και προχώρησε κυνηγώντας τις σκιές που μεγάλωναν καθώς ο ήλιος έγειρε να ξεκουραστεί πίσω από τα παγερά βουνά. Αισθάνθηκε την ψύχρα να τον διαπερνάει και έκανε το βήμα του πιο γοργό. Αυτό το ταξίδι έπρεπε να τελειώνει αν ήθελε να προχωρήσει. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η αγάπη του για κείνη δε φαινόταν να υπάρχει ελπίδα. Θα τελείωνε έτσι κι αλλιώς. Εξάλλου εκείνη ήταν κιόλας αλλού. Μάλλον ήταν πάντα αλλού. Σ' έναν κόσμο δικό της που τον προστάτευε και τον αγαπούσε. Φρόντιζε τον εαυτό της και ήταν χαρούμενος για αυτό. Δεν ήθελε να υποφέρει. Θα τελείωνε έτσι κι αλλιώς. Με αυτόν ή χωρίς αυτόν.

Αισθανόταν ότι δεν αγαπούσε τον εαυτό του αρκετά. Κι όταν δεν αγαπάς τον εαυτό σου δε τον σέβεσαι κιόλας, δε σέβεσαι κανέναν. Αυτός δεν είχε τέτοιες πολυτέλειες. Υπήρχαν υποσχέσεις που έπρεπε να κρατήσει. Η δική του ζωή δεν είχε τόση σημασία. Όμως έπρεπε να υπάρχει αν ήθελε να προστατεύσει τους ανυπεράσπιστους. Το ταξίδι δεν είχε ακόμα τελειώσει.

Αν είχε επιλέξει να αλλάξει πορεία; Αδιέξοδο. Φυλακισμένος θα γινόταν και ταυτόχρονα δεσμώτης. Θα φυλάκιζε κι εκείνη μαζί του. Και μόνο η σκέψη του έφερνε αναγούλα. Αργός θάνατος για εκείνον και περισσότερους αμάχους. Ήταν ο τρόπος που δούλευε το μυαλό του. Κολλημένο σε ένα κυκεώνα υπαρκτών και μη ιεραρχημένων υποχρεώσεων που δε σταματούσαν ποτέ. Λες και ήταν τρένο πάνω σε ράγες. Ο μόνος τρόπος για να βγει από την προκαθορισμένη διαδρομή ήταν να εκτροχιασθεί. Όμως όταν συμβαίνει αυτό, πολλά βαγόνια άδικα χαραμίζονται.

Αδικία. Άλλη μια έννοια που τον ενοχλούσε από βαθιά στα σωθικά του. Και σ' αυτή την περίπτωση ήταν όλα αδικία. Έπρεπε να επιλέξει τη μικρότερη. Όχι, είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Τώρα, για άλλη μια φορά έπρεπε να αντέξει. Πόσο πια...

Μια μουσική ακούστηκε από μακριά. Την σκέφτηκε. Άρχισε να χορεύει! Αγάπη μου όμορφή...


Σταμάτησε. Το σκοτάδι είχε σκεπάσει τα πάντα. Έσκυψε, ακούμπησε τα γόνατά του προσπαθώντας να βρει τις ανάσες του. Ο ρυθμός έγινε πιο αργός και τα τύμπανα σιώπησαν. Ανασκουμπώθηκε, χάιδεψε τα μαλλιά του και ξεκίνησε πάλι να περπατά αγέροχα προς το τέλος.

Άραγε να ζούμε ξανά; Αν γινόταν, τη ζωή ήθελε να ξαναζήσει. Αλλιώς. Να έχει την ενόραση της εμπειρίας νωρίτερα. Να επιλέξει σοφότερα. Να τη βρει νωρίτερα. Ηδονικές σκέψεις σαν ναρκωτικό γεμίζουν ευδαιμονία το μυαλό. Μόνο που δε κρατά πολύ. Τίποτα δε κρατάει πολύ. Στιγμές είναι, περνούν και χάνονται. Έτσι κι ζωή μας. 

Την έφερε στο μυαλό του. Μείγμα αυτού που ήταν και αυτού που κατέληξε. Τίποτα δε κρατάει πολύ. Ακόμα και οι αναμνήσεις. Με τον καιρό ξεθωριάζουν και χάνονται. Οι δικές του όμως όχι. Θα ζούσαν πάντα μαζί του στις σκιές, παραμονεύοντάς τον στις σιωπές, να του ψιθυρίζουν για την αγάπη που χάθηκε στη σκόνη που σκεπάζει το παρελθόν σαν πέπλο που έκρυψε μια ζωή που δεν έζησαν ποτέ.

Έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Ίδια διαδρομή, ίδια πόρτα. Ξανά και ξανά η ίδια φυλακή. Πόσο άδικο... Τουλάχιστον εκείνη είναι ελεύθερη. Ίσως πετάξει και για τους δυο. Ποιος ξέρει; Μπορεί να συναντηθούν κάποτε, κάπου. Ίσως στις γραφές. Ίσως σε κάποιο στιχάκι σαν αυτά που έγραφε νέος. Τότε που νόμιζε πως ήταν ελεύθερος.




Ελεύθερος! Για κάποιον λόγο η λέξει του έφερνε θάλασσα στο μυαλό. Τι μία, τη μοναδική θάλασσα που αγάπησε παιδί, η μόνη του αγάπη που δεν άλλαξε και δε προσπάθησε να τον αλλάξει. Που του έμεινε πιστή και πάντα τον περίμενε. Η θάλασσά του.

Έπρεπε να σύντομα να τη συναντήσει. Να γεμίσει τα πνευμόνια του με τη δροσερή της αρμύρα, δυνάμεις να πάρει, το ταξίδι να συνεχίσει.

Ξάπλωσε κατάκοπος. Σκέφτηκε τη θάλασσα του για λίγο. Τα βλέφαρα βάρυναν. Γαλήνεψε. Κοιμήθηκε στην αγκαλιά της.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κεφάλαιο 1: Η νεράιδα του μαγεμένου δάσους. (Δοκιμή για παραμύθι)

Μου λείπουν τα χείλη σου (Η μποκαμβίλια)

Στεναχώρια