Το χρονολόγιο μιας μέρας ή Η σύντομη ιστορία ενός Ρόδου (Αποσπάσματα)
...
Εκείνος πίστευε ότι όταν κάτι δεν πάει καλά μέσα του
οφείλεται στα επιμέρους. Έτσι κάθε φορά όταν κάποιος πρότεινε μια άλλη οπτική
γωνία, συχνά όχι αμέσως, αλλά όλο και συντομότερα καθόταν να το αναλύσει ή να
μπει στη θέση του άλλου μήπως και δει αυτό που του υποδεικνυόταν. Όσο και αν
τον ενοχλούσε αυτό που διαπίστωνε. Όχι το ότι είχε άδικο στην αρχική του γνώμη
αλλά γιατί αυτό που δεν έβλεπε για τον εαυτό του ότι δεν ήταν όπως νόμιζε. Ήταν
πολύ λιγότερο. Εκείνη τον είχε βοηθήσει συχνά να αλλάξει ή να βελτιώσει κάποια
πράγματα. Μπορεί να μην το ήξερε, αλλά το είχε κάνει. Δυστυχώς όμως, ο τρόπος χειρισμού
της πάντα ήταν επώδυνος. Όχι γιατί του αποκάλυπτε αλήθειες που ενδεχομένως δε
του άρεσαν, αλλά επειδή ο τρόπος της ήταν άσχημος, λες και εισέπραττε κάποιου
είδους ευχαρίστηση να ανακαλύπτει τις αδυναμίες του. Αυτό που τον χάλαγε
περισσότερο ήταν το πόσο απόλυτη ήταν. Τόσο, που όταν πίστευε ότι ανακάλυψε
κάτι το τραβούσε στα άκρα χωρίς να δίνει σημασία στα επιχειρήματα αλλά ούτε στα
ουρλιαχτά του άλλου. Και όταν έκανε λάθος, έκανε πολύ λάθος και πονούσε πολύ.
...
Σιγά-σιγά
το έπαιρνε απόφαση ότι δε θα τη δει. Απίστευτο, αλλά αυτό που τον στεναχωρούσε
περισσότερο ήταν να τη σκέφτεται μόνη. Εκείνου δε του άρεσε καθόλου η μοναξιά
παρόλο που ήταν τόσο συχνά μόνος μέσα σε τόσο κόσμο. Την έβλεπε μες την αγκαλιά
του σ' ένα μπαλκόνι πάνω απ' τη θάλασσα. Εκείνη φορούσε ένα λευκό άσπρο λινό
φόρεμα και ένα σάλι περασμένο στους ώμους της. Ήταν ξαπλωμένη πάνω στο στήθος
του προσπαθούσε να ζεσταθεί με τα χέρια του που τα είχε τυλίξει γύρο απ' τη
μέση της και τα ακουμπούσε στην κοιλιά της. Αισθανόταν γαληνεμένη, ασφαλής,
ευτυχισμένη. Του άρεσε να σκέφτεται ότι μπορούσε να τις τα προσφέρει όλα αυτά.
...
Στο βάθος δυο μεγάλες παρέες με φοιτητές. Στη γωνιά
χωμένο ένα ζευγαράκι καθόταν αγκαλιά και κοιταζόντουσαν με λατρεία. Σαν εικόνα
από τα δικά του νιάτα. "Θα πάω να τη βρω. Ανάψτε τα κάρβουνα." και
άρχισε να παραγγέλλει γατοτροφή.
"Σιγά βρε μάστορα" του είπε ο φίλος του ο ταβερνιάρης, "Λόχο θα
ταΐσεις;" Τον κοίταξε με απόγνωση. "Που θα βρω τριαντάφυλλο τέτοια
ώρα;" "Α, δε πας καλά!" του είπε ο φίλος του γελώντας.
"Αυτά κάνεις και την κακομαθαίνεις". "Ξέρω που θα βρούμε"
πετάχτηκε ο ντελιβεράς. "Στον κήπο του Γηροκομείου έχει μπόλικα".
"Περίμενε να ψήσουμε και μια μπριζόλα του παπά. Έτσι θα του κλέψουμε τα
τριαντάφυλλα; Μετά, τράβα κόψ' του" είπε ο ταβερνιάρης". "Θα
έρθω μαζί!" να το διαλέξω. Ο
ταβερνιάρης κούνησε το πρόσωπό του σαν να έλεγε "Στον κόσμο σου
εσύ...!"
Λίγα λεπτά μετά βρέθηκε καβαλημένος σε ένα μηχανάκι που
τρέκλιζε να τρέχουν μες τη νύχτα." Μπροστά στο σπίτι του δεσπότη, μέσα
στην περίβολο είχε δυο μεγάλες τριανταφυλλιές. Δίχρωμες, πιτσιλωτές. "Πάω
το φαΐ του παπά και έρχομαι. Κόψε ότι θες..." είπε ο ντελιβεράς λες και
ήτανε στον κήπο του. Διάλεξε ένα μπουμπούκι. "Να κρατήσει" σκέφτηκε.
"Ποιος ξέρει πότε θα την ξαναδώ;" Κοίταξε γύρο του και το έκοψε με
μιας!
...
"Καληνύχτα" της απάντησε σαστισμένος. Έσφιξε το μπουμπούκι στο χέρι του μέχρι που ένιωσε τους χυμούς του. Έτσι σφιγμένη ένοιωσε και την καρδιά του. Άνοιξε την παλάμη και το άφησε να πέσει.
...
Κάθισε, συστήθηκε και ήπιε το ποτήρι του μονοκοπανιά.
Προσπάθησε να παρακολουθήσει τη συζήτηση, αλλά σύντομα, στο μυαλό του, ενώθηκε
με τη μουσική και το τραγούδι των θαμώνων. Οι μουζικάντηδες πιάσανε τις
"Μέλισσες" κι ο ταβερνιάρης μεράκλωσε και σηκώθηκε βαριά-βαριά να το
χορέψει. Όλη η ταβέρνα γύρω του να του χτυπάει παλαμάκια και να τραγουδάει.
Μαγική στιγμή και στο βάθος, πέρα απ' το παράθυρο μια μποκαμβίλια είχε
αγκαλιάσει τον κορμό της νεραντζιάς πληρώνοντας την με τα λουλούδια της στο
χώμα που έχει το δειλινό.
...
Στο βάθος μια μπαμπάτσικη μπριόζα μελαχρινή, νταρντάνα,
φλέρταρε με τ' αγόρια της διπλανής παρέας. Φλέρταρε και με τον μπουζουξή.
Ξεκίνησε ένας αμανές αργός από τις πατρίδες της ανατολής. Η μελαχρινή, σα
γαλιάντρα έπλευσε ανάμεσα στα τραπέζια. Ένα αγόρι από την παρέα τις έριξε μια
στα μαλακά. Εκείνη εμφανώς κολακευμένη γύρισε ωστόσο και με μια της ατάκα τον
έβαλε στη θέση του. Από εκείνες που οι γυναίκες σου πετούν μπροστά σε κόσμο
ποντάροντας ότι είσαι αρκετά ευγενείς για να δεχτείς την ταπείνωση προκειμένου
να ρισκάρεις μια συζήτηση δικαίωσης. Ο μπουζουξής που την ανθίστηκε τη φάση
στράβωσε. Εκείνη άρχισε να χορεύει μπροστά του για να τον αποζημιώσει.
Επιφωνήματα, παλαμάκια και γέλια. Γλεντάει ο κόσμος. Υπάρχει κι αυτή η όψη.
Ακόμα...
...
Βούτηξε ένα μαραμένο τριαντάφυλλο από το βάζο στο διπλανό
τραπέζι. Το κοίταξε νοσταλγικά. "Όλα πρόσκαιρα είναι, μη το ξεχνάς. Ζήσε
ότι έρχεται και προσπάθησε μη κάνεις κακό θελημένα. Και μη θυμώνεις. Δε χωράει
θυμός στην αγάπη. Αν αγαπάς. "Ναι καλά, εσύ μαζί της είσαι."
"Πώς είναι δυνατόν, αφού εσύ είμαι εγώ;" Και τότε το μαραμένο τριαντάφυλλο του είπε: «Αυτό
κατάλαβες από την εικόνα μου;»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου