Της προάλλες θαρρώ πως ήταν, που κάτσαμε κάτω στο χώμα, μπροστά στο σταυροδρόμι που περνάει από το δρομί που πάει για το σπίτι σου. Φορούσαμε όλοι κοντά σορτσάκια και κοντομάνικα μπλουζάκια, εκτός από τον Τάκη, που είχε βγάλει το δικό του. Κατακαλόκαιρο, λερωμένοι και ιδρωμένοι προσπαθούσαμε να βρούμε τι πήγαινε στραβά με το ποδήλατό μου. Πριν λίγη ώρα κουρτουβάλαγα την κατηφόρα που περνάει από τη διασταύρωση κοντά στο σπίτι σου και ενώ προσπαθούσα να στρίψω το τιμόνι, η μπροστινή ρόδα, επέμενε πεισματικά να είναι ίσια. Τη γλίτωσα τελικά με λίγες αμυχές και μαζευτήκαμε οι κολλητοί να χειρουργήσουμε το παλιοποδήλατο. Μετά από λίγη ώρα σε είδαμε να κατεβαίνεις χαμογελαστή το δρομί. Ίσια πλάτη, αγέρωχη κορμοστασιά, χαρούμενη, με το άσπρο σου φόρεμα, που απλώνονταν σα σύννεφο μέχρι ψηλά στις γάμπες σου, στολισμένο με μικρά λουλουδάκια σχηματισμένα με λεπτές προσεγμένες γραμμές. Με κοίταξες με την άκρη των ματιών σου, και θαρρώ, όχι είμαι σίγουρος, ότι μου έριξες μια πονηρή, παιχνιδιάρικη