Όνειρο


Της προάλλες θαρρώ πως ήταν, που κάτσαμε κάτω στο χώμα, μπροστά στο σταυροδρόμι που περνάει από το δρομί που πάει για το σπίτι σου. Φορούσαμε όλοι κοντά σορτσάκια και κοντομάνικα μπλουζάκια, εκτός από τον Τάκη, που είχε βγάλει το δικό του. Κατακαλόκαιρο, λερωμένοι και ιδρωμένοι προσπαθούσαμε να βρούμε τι πήγαινε στραβά με το ποδήλατό μου. 

Πριν λίγη ώρα κουρτουβάλαγα την κατηφόρα που περνάει από τη διασταύρωση κοντά στο σπίτι σου και ενώ προσπαθούσα να στρίψω το τιμόνι, η μπροστινή ρόδα, επέμενε πεισματικά να είναι ίσια. Τη γλίτωσα τελικά με λίγες αμυχές και μαζευτήκαμε οι κολλητοί να χειρουργήσουμε το παλιοποδήλατο. 

Μετά από λίγη ώρα σε είδαμε να κατεβαίνεις χαμογελαστή το δρομί. Ίσια πλάτη, αγέρωχη κορμοστασιά, χαρούμενη, με το άσπρο σου φόρεμα, που απλώνονταν σα σύννεφο μέχρι ψηλά στις γάμπες σου, στολισμένο με μικρά λουλουδάκια σχηματισμένα με λεπτές προσεγμένες γραμμές. Με κοίταξες με την άκρη των ματιών σου, και θαρρώ, όχι είμαι σίγουρος, ότι μου έριξες μια πονηρή, παιχνιδιάρικη ματιά. Από τους μεγάλους, πάντα πίστευα ότι ήσουν η μικρότερη και φορές σαν κι αυτή ένιωθα ότι ίσως ήθελες να παίξεις μαζί μας! Έσκυψες λίγο στο πλαϊνό ρυάκι, πήρες μια χούφτα νερά και δρόσισες το μέτωπό σου. 

Σε χάζεψα καθώς έστριψες στο δρόμο που πήγαινε στο δάσος μέχρι που η εικόνα σου μίκρυνε και χάθηκε τελικά από τον ορίζοντα των ματιών μου. Ο Τάκης με σκούντησε: 

- Τι κοιτάς ρε, το ποδήλατο δεν έχει τίποτα! Ίσιο είναι το τιμόνι! 

- Μα όχι σου λέω, εγώ το έστριβα κι η ρόδα δε γυρνούσε. 

- Δε γίνεται, ίσιο είναι σου λέω. Να κοίτα! 

Είχε δίκιο. Το έβλεπα κι εγώ. Μα όμως εγώ έστυψα και αυτό δε γυρνούσε! 

Ξαφνικά γκρίζαρε ο ουρανός, όπως πριν από καλοκαιρινό μπουρίνι και τότε σε είδαμε ξανά να κατεβαίνεις τον ίδιο δρόμο λες και το πριν δεν έγινε ποτέ! Σα να έφευγες δύο φορές από το ίδιο μέρος. 

Όμως τώρα το βλέμμα σου κουρασμένο και αυστηρό, η ματιά σου υποτιμητική, το φόρεμα στενό και ζαρωμένο και τα ζωγραφισμένα φυλλαράκια είχαν θαρρείς αντικατασταθεί από αμέτρητα μαύρα κλωνάρια πυκνού φυλλοβόλου κισσού που είχε χάσει τα φύλλα του γκριζάροντας το φόντο. 

Σε κοιτούσαμε και οι τρεις με γουρλωμένα τα μάτια μη μπορώντας να πιστέψουμε πως μέσα σε λίγη ώρα πέρασες ξανά από την ίδια μεριά σαν άλλος άνθρωπος. 

Κοντοστάθηκες, μας κοίταξες αυστηρά, ενοχλημένη από το έκπληκτο βλέμμα μας που δε ξεκόλλαγε από την εικόνα σου και είπες: 

- Τι κάνετε εδώ χαμίνια; Μαζέψτε τη σαβούρα σας και φύγετε από το δρόμο μου! 

Μετά γύρισες και απομακρύνθηκες στο δρόμο που πάει προς την πόλη καθώς αστράφτε ο ουρανός πίσω σου μέχρι που χάθηκες στη ομίχλη που άρχισε να σχηματίζεται στο βάθος. 

Όχι, λάθος είχα κάνει πριν. Κι εσύ μεγάλη ήσουν, κι εγώ πολύ μικρός για να παίξω μαζί σου.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κεφάλαιο 1: Η νεράιδα του μαγεμένου δάσους. (Δοκιμή για παραμύθι)

Μου λείπουν τα χείλη σου (Η μποκαμβίλια)

Στεναχώρια