Ε


Προσπάθησε να γλύψει τα ξεραμένα χείλια του. Η γλώσσα του, θαρρείς ακόμα πιο στεγνή κόλλησε απάνω τους. Τραβώντας την ένα κομμάτι από το πετσί της ξεκόλλησε. Γεύτηκε με βουλιμία το λιγοστό αίμα που έσταξε μήπως ξεδιψάσει λίγο και έπνιξε την κραυγή που ανέβαινε στα στήθια του. 

Ποιος να τον ακούσει άλλωστε; Κοίταξε γύρω του το ανήλιαγο κελί του. Η πλάτη του τον πονούσε φρικτά. Προσπάθησε να κουνηθεί λίγο, να βολευτεί καλύτερα. Μάταια. Τον είχε δέσει πάνω σε χειρουργικό πάγκο. Το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει κι άλλο πόνο καθώς τα πέτσινα δεσμά του στα πόδια, τη μέση και τα χέρια μπήχτηκαν στην ερεθισμένη σάρκα.

Τον είχε δέσει και τον είχε εγκαταλείψει στην τύχη του. Αν και πια τύχη; Κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν. Ούτε και ο ίδιος. Και το χειρότερο κανείς δεν έδινε δεκάρα. Θλιβερό.

Ώστε έτσι θα ήταν το τέλος...

Ένας αργός θάνατος εγκατάλειψης.

Το όνομά του...

Ε

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κεφάλαιο 1: Η νεράιδα του μαγεμένου δάσους. (Δοκιμή για παραμύθι)

Μου λείπουν τα χείλη σου (Η μποκαμβίλια)

Στεναχώρια