Μπουρίνι

Θαρρείς πως οι σκιές αργοσάλευαν καθώς η ηλιαχτίδες του ξημερώματος χόρευαν ανάμεσα στα παιχνιδιάρικα σύννεφα που είχε αφήσει έρμα στον άνεμο το πρωινό μπουρίνι.

Κοιτούσε τη θάλασσα μυρίζοντας το νωπό χώμα που παρέσερνε το άρωμα των λίγων γιασεμιών που είχαν μείνει να στολίζουν τον φράχτη. 

Εκείνη εμφανίστηκε στη μέση της αυλής φορώντας ένα λευκό αέρινο φόρεμα, συνοδεύοντάς το με ένα επίσης άσπρο καπέλο με πλατύ μπορ που το στόλιζαν μια σειρά από μικροσκοπικά κίτρινα και κόκκινα μπουμπούκια.

Έτρεξε, σχεδόν αιωρήθηκε μέχρι την άκρη του φράκτη. Εκεί στάθηκε, τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών της και έστρεψε το κεφάλι της προς εκείνον. Τα μαλλιά της ακολούθησαν την κίνηση χαϊδεύοντας τους λεπτούς της ώμους καθώς το βλέμμα της έπεσε επάνω του.

Το βλέμμα της σα φως τον έλουσε διεισδύοντας βαθιά θαρρείς προσπαθώντας να αγγίξει την ψυχή του όπως τότε που τον αγαπούσε.

Με αυτή τη σκέψη, τα μάτια του εστίασαν ξανά και το όραμα χάθηκε όπως τα πρωινά όνειρα.

Η αγάπη υπάρχει... μόνο στα όνειρα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κεφάλαιο 1: Η νεράιδα του μαγεμένου δάσους. (Δοκιμή για παραμύθι)

Μου λείπουν τα χείλη σου (Η μποκαμβίλια)

Στεναχώρια