Έχασα τη φωνή σου και συνάμα κόπηκε και η δική μου λαλιά. Θαρρείς σε έχασα, σε κατάπιε το μαύρο σου σκοτάδι, μα εσύ κοιτάς τον καθρέπτη σου, μάταια ψάχνοντας να βρεις αυτό που κρυβόταν κάτω από τη μύτη σου. Μα όσο κι αν πυκνώνει το σκοτάδι, θα έρθει η ώρα που θα ξημερώσει κι εσύ μηχανικά, έχοντας απαλύψει μνήμη και συναίσθημα θα μπεις για άλλη μια φορά στη ρουτίνα σου, για να μπορέσεις να ζήσεις περιστασιακά, μεμονομένα τη ζωή να περνάει δίχως αναμνήσεις, στιγμιότυπα κι αναλαμπές πάνω στον καθρέπτη σου. Όμως και η μέρα τη σειρά της κάποτε θα δώσει πάλι στη νύχτα, μέρα που πέρασε, μόνο θαρρείς για να την καταπιεί, το μαύρο σου σκοτάδι κι εγώ έχασα τη φωνή σου και συνάμα κόπηκε και η δική μου λαλιά καθώς εσύ ακόμα, τον καθρέπτη σου κοιτάζεις.