Έγειρα κάτι να σου πω μα η πρώτη λέξη σκόνταψε στα χείλη κι αυτές που ακολουθούσαν μπούκωσαν και για μια στιγμή νόμισα τα μάγουλα θα σκίσουν μέχρι που ξεκίνησα να καταπίνω κάθε κουβέντα που ήθελα να μοιραστώ μαζί σου. Ήθελα κάτι να σου πω μα το απορρόφησε η σιωπή όχι γιατί δεν ήσουν έτοιμη αλλά γιατί είχες δίκιο Το χώνεψα κι αυτό μαζί με τα λογάκια που είχα ετοιμάσει για σένα. Μόνο που εγώ ήμουν απροστάτευτος και κάπως άπειρος και ήμουν αυτός που έπρεπε να επιζήσω στη μοναξιά που πρόσθεσες σε όλη την ύπαρξή μου. Οι λέξεις έμειναν βουβές, βουβές και οι αλήθειες αφού κάνεις μας δε κατάλαβε, της μοναξιάς συνήθειες. Και έχω τόσα να σου πω και τόσα άλλα θέλω, να με βασανίζουν σα συνωστίζονται σκέψεις που θα μείνουν ανείπωτες σα χείμαρρος που χτυπάει στο φράγμα.